Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ανομολόγητος

См. также в других словарях:

  • ανομολόγητος — η, ο (AM ἀνομολόγητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός 2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός 3. απερίγραπτος, τερατώδης αρχ. 1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά 2. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ανομολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε: Η ενοχή του ήταν ανομολόγητη. 2. σκοτεινός, αισχρός: Οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν ανομολόγητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνομολογήτων — ἀνομολόγητος agreed on again masc/fem/neut gen pl ἀνομολογέομαι agree upon pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀνομολογέομαι agree upon pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομολόγητα — ἀνομολόγητος agreed on again neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκφραστος — η, ο (AM ἀνέκφραστος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος 2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος …   Dictionary of Greek

  • ενδόμυχος — η, ο επίρρ. α 1. ο μύχιος, ο κρυμμένος στα κατάβαθα, απόκρυφος, μυστικός. 2. (για συναισθήματα), ο ανεκδήλωτος, ανομολόγητος, μυστικός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ενδόμυχα το βάθος της συνείδησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»