-
1 ανομολόγητος
η, ο [ος, ον ]1) непризнаваемый; непризнанный; 2) аморальный, позорный, постыдный; непристойный, неприличный; 3) неописуемый, непередаваемый -
2 ἀνομολόγητος
ἀνομολόγ-ητος, ον,A agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest, AB211.II (ἀ- priv.) inconsistent,τὸ ἀ. Ptol.Tetr.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνομολόγητος
-
3 αμολό(γ)ητος
η, ο см. ανομολόγητος -
4 αμολό(γ)ητος
η, ο см. ανομολόγητος -
5 ανομολογήτων
ἀνομολόγητοςagreed on again: masc /fem /neut gen plἀνομολογέομαιagree upon: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀνομολογέομαιagree upon: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) -
6 ἀνομολογήτων
ἀνομολόγητοςagreed on again: masc /fem /neut gen plἀνομολογέομαιagree upon: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀνομολογέομαιagree upon: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) -
7 ανομολόγητα
-
8 ἀνομολόγητα
См. также в других словарях:
ανομολόγητος — η, ο (AM ἀνομολόγητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός 2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός 3. απερίγραπτος, τερατώδης αρχ. 1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
ανομολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ομολογήθηκε: Η ενοχή του ήταν ανομολόγητη. 2. σκοτεινός, αισχρός: Οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν ανομολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνομολογήτων — ἀνομολόγητος agreed on again masc/fem/neut gen pl ἀνομολογέομαι agree upon pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀνομολογέομαι agree upon pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομολόγητα — ἀνομολόγητος agreed on again neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέκφραστος — η, ο (AM ἀνέκφραστος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος 2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος … Dictionary of Greek
ενδόμυχος — η, ο επίρρ. α 1. ο μύχιος, ο κρυμμένος στα κατάβαθα, απόκρυφος, μυστικός. 2. (για συναισθήματα), ο ανεκδήλωτος, ανομολόγητος, μυστικός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ενδόμυχα το βάθος της συνείδησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)