Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανοίγομαι

  • 21 уходить

    уходить
    несов
    1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):
    \уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·
    2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:
    \уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·
    3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·
    4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:
    \уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·
    5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:
    целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·
    6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:
    все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·
    7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:
    \уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·
    8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:
    молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > уходить

  • 22 отпираться

    [ατπιράτ'σα] ρ. ανοίγομαι

    Русско-греческий новый словарь > отпираться

  • 23 отпираться

    [ατπιράτ'σα] ρ ανοίγομαι

    Русско-эллинский словарь > отпираться

  • 24 вскрыть

    вскрою, вскроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    вскрыть письмо ανοίγω το γράμμα•

    вскрыть пакет ανοίγω το πακέτο.

    2. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω, φέρω στο φως•

    вскрыть недостатки в работе ξεσκεπάζω τις αδυναμίες στη δουλειά.

    3. ανατέμνω, σχίζω, κόβω•

    вскрыть труп κάνω νεκροψία•

    вскрыть нарыв σχίζω το απόστημα.

    1. ανοίγομαι.
    2. μτφ. αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι, ξεσκεπάζομαι, βγαίνω στο φως, στα φόρα•

    -лись причины поражения βγήκαν στο φως οι αιτίες της ήττας.

    3. ξεπαγώνω•

    река -лась το ποτάμι ξεπάγωσε (έλιωσε ο πάγος που το κάλυπτε).

    Большой русско-греческий словарь > вскрыть

  • 25 зиять

    -яет
    ρ.δ.
    1. χάσκω, χαίνω, ανοίγομαι•

    -ла бездна под ногами ανοίγονταν άβυσσος κάτω από τα πόδια.

    2. παλ. ανοίγω το στόμα (για θηρία).

    Большой русско-греческий словарь > зиять

  • 26 отверзтись

    κ. отврстиоь
    -рзется, παρλθ. χρ. отверзся, -лась, -лось
    ρ.σ. παλ. ανοίγομαι διανοίγομαι, διαστέλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отверзтись

  • 27 отворить

    орго
    -бришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ανοίγω•

    отворить дверь, окно ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο.

    ανοίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отворить

  • 28 отдраивать

    ρ.δ.
    βλ. отдроить.
    ανοίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отдраивать

  • 29 отпахнуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпахнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. ανοίγω απότομα.
    1. αναστρέφομαι, αναδιπλώνομαι, σηκώνομαι (για ενδύματα).
    2. ανοίγομαι απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > отпахнуть

  • 30 отпереть

    отопру, отопршь, παρλθ. χρ. отпер
    -ло, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отперший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпертый, βρ: -перт, -а, -о, επίρ. μτχ. отперши κ. отперев ρ.σ.μ. ανοίγω, ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω• ξασφαλίζω•

    замбк ανοίγω την κλείδωνιά•

    он им отпер дверь αυτός τους άνοιξε την πόρτα.

    1. ανοίγομαι, ξεκλειδώνομαι, ξεμανταλώνομαι.
    2. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпереть

  • 31 отщёлкивать

    -ает
    ρ.δ.μ. (για αριθμητήριο, ωρολόγι κ.τ.τ.) χτυπώ, κροτώ.
    ρ.δ.
    βλ. отщёлкнуть.
    ανοίγομαι, ξεμανταλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отщёлкивать

  • 32 проделывать

    ρ.δ.
    βλ. проделать.
    διανοίγομαι, ανοίγομαι, φτιάχνομαι, γίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > проделывать

  • 33 прокладывать

    ρ.δ.
    βλ. проложить.
    ανοίγομαι, γίνομαι (για δρόμο, μονοπάτι κλπ.)
    βλ. κ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > прокладывать

  • 34 пролагать

    ρ.δ.
    βλ. проложить (2 σημ.).
    ανοίγομαι, γίνομαι (για δρόμο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > пролагать

  • 35 протоптать

    ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω δρόμο περνώ—• ντας, πατώντας.
    2. φθείρω, τρίβω βαδίζοντας•, протоптать ковр φθείρω το χαλί με το βάδισμα. || καταστρέφω, χαλνώ με το βάδισμα•

    протоптать туфли χαλνώ τα παπούτσια από το πολύ βάδισμα.

    1. (για δρομάκι κ.τ.τ.)• ανοίγομαι, γίνομαι, σχηματίζομαι βαδίζοντας, πατώντας.
    2. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ από το πολύ βάδισμα.
    3. βλ. топтаться (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > протоптать

  • 36 разверзнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. разверз κ. разверзнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. разверзнувший κ. разверзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разверстый, βρ: -верст, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)• ανοίγω πλατιά, δημιουργώ χάσμα.
    ανοίγομαι πλατιά•

    небеса -лись άνοιξαν οι καραρράκτες (κρουνοί) του ουρανού•

    бездна -лась под его ногами άβυσσος άνοιξε κάτω από τα πόδια του•

    как будто земля -лась под ним и его поглотила σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε.

    Большой русско-греческий словарь > разверзнуть

  • 37 раздёрнуть

    ρ.σ.μ. ξεχωρίζω, (δι)ανοίγω τραβώντας.
    ξεχωρίζω, -ομαι, ανοίγομαι με τράβηγμα•

    занавес -лся η κουρτίνα άνοιξε (με τράβηγμα).

    Большой русско-греческий словарь > раздёрнуть

  • 38 разметать

    ρ.δ.μ.
    βλ. размести.
    σαρώνομαι, σκουπίζομαι• καθαρίζομαι.
    -мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размтанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βλ. разбросать, раскидать. || γκρεμίζω, χαλνώ• κατεδαφίζω.
    2. ανοίγω, απλώνω, τεντώνω (χέρια, πόδια). || ρίχνω, αφήνω να πέσει άτακτα.
    3. μτφ. διώχνω, ξεκουμπίζω, στέλνωστο διάβολο.
    1. ανοίγομαι, απλώνομαι, τεντώνομαι.
    2. τοποθετούμαι• έγκειμαι• εκτείνομαι, απλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разметать

  • 39 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 40 расковыривать

    ρ.δ. βλ. расковырять.
    1. (για οπή) ανοίγομαι, μεγαλώνω με σκάλισμα.
    2. γρατσουνίζομαι, ξεσκαλιζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расковыривать

См. также в других словарях:

  • ανοίγομαι — ανοίγομαι, ανοίχτηκα, ανοιγμένος βλ. πίν. 22 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προεξανάγομαι — Α ανοίγομαι εκ τών προτέρων με τα πλοία στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξανάγομαι «ανοίγομαι στο πέλαγος»] …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού …   Dictionary of Greek

  • διαστομώνω — (AM διαστομῶ, όω) 1. ανοίγω στόμιο ή τρύπα 2. διαπλατύνω υπάρχουσα οπή αρχ. παθ. ανοίγομαι υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • εμπελαγίζω — ἐμπελαγίζω (Α) ανοίγομαι στο πέλαγος …   Dictionary of Greek

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»