Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανιστορώ

  • 1 ανιστορώ

    (ε) μετ.
    1) рассказывать, описывать; 2) расписывать, разрисовывать (стены церкви и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανιστορώ

  • 2 περαινω

        (fut. περᾰνῶ - ион. περανέω, aor. ἐπέρᾱνα; pass.: fut. περανθήσομαι, aor. ἐπεράνθην, pf. πεπέρασμαι; inf. pf. pass. πεπεράνθαι и πεπεράσθαι; adj. verb. περαντός)
        1) осуществлять, совершать, выполнять
        

    (ἐπίμομφον ἄταν Aesch.; πρᾶγμα καὴ χρησμοὺς θεοῦ Eur.; τὰ δέοντα Xen.; πολλέν ὁδὸν π. Arph.)

        ἵνα ἔργῳ περαίνηται Xen. — чтобы (это) претворилось в дело;
        ταῦτα πάντα πεπείρανται Hom.все это выполнено

        2) доводить, приводить
        

    (τινὰ πρὸς ἔσχατον πλόον Pind.; περαίνουσα ἐπὴ τὸ στρατόπεδον ὁδός Plut.)

        3) доводить до конца, заканчивать
        

    (μῦθον Aesch.)

        εἰπὲ καὴ πέραινε πάντα Aesch. — говори все и заканчивай, т.е. говори поскорее;
        πέραιν΄ ὥσπερ ἤρξω Plat.кончай как начал

        4) продолжать
        

    πέραινε δ΄ ὧν σ΄ ἀνιστορῶ πέρι Eur. — продолжай (о том), о чем я спрашиваю тебя

        5) прийти (к какому-л. результату), добиться, достичь
        οὐδὲν περανεῖ ὑμῖν Thuc. (это) не принесет вам никакой пользы;
        ἰατρευόμενοι οὐδὲν περαίνουσι Plat. — своим лечением они ничего не достигают;
        οὐδὲν ἂν περαίνοιτε πυνθανόμενοι Lys. (об этом) вам ничего не удастся узнать

        6) делать вывод, приходить к заключению, (умо)заключать
        

    π. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — умозаключать через приведение к невозможному;

        τὸ περαινόμενον Arst. — умозаключение, вывод

        7) ограничивать, определять
        

    καὴ πεπερασμένον καὴ ἄπειρον Plat. — как ограниченное, так и беспредельное;

        τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις πεπεράνθαι πάντα Arst.(ясно, что) конечное, будучи взято конечное число раз, даст в итоге (также) конечное

        8) пробивать, пронзать
        

    (τι и τινά Anth.)

        9) проникать
        

    (διά τινος Aesch.; εἰς и πρός τι Arst.). - см. тж. πειραίνω 2

    Древнегреческо-русский словарь > περαινω

  • 3 αναστορώ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναστορώ

См. также в других словарях:

  • ανιστορώ — ανιστορώ, ανιστόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ανιστορώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφηγούμαι, περιγράφω: Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας ανιστορεί τα δεινά των κατοίκων από την επιδρομή των πειρατών. 2. ζωγραφίζω: Την εκκλησία ανιστόρησε ένας αγιορείτης καλόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνιστορῶ — ἀνιστορέω make inquiry into pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνιστορέω make inquiry into pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνιστορέω make inquiry into pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνιστορέω make inquiry into pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφράζω — ἀναφράζω (Α) 1. εκθέτω, ανιστορώ 2. (μέσ., ομαι) αναγνωρίζω, ξαναθυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • ανηγούμαι — ἀνηγοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω 2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου …   Dictionary of Greek

  • ανιστορητής — ο [ανιστορώ] αφηγητής, αυτός που διηγείται …   Dictionary of Greek

  • ενιστορώ — ἐνιστορῶ, έω (AM) [ιστορώ] εξιστορώ, ανιστορώ, διηγούμαι, εκθέτω …   Dictionary of Greek

  • προανιστορώ — έω, Α [ἀνιστορῶ] εξιστορώ κάτι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»