-
1 ανθορροώ
(ε) αμετ. отцветать -
2 ανθοβολώ
(ε) 1. αμετ.1) цвести, быть в полном цвету; 2) см. ανθορροώ; 3) благоухать; 2. μετ. осыпёть цветами
См. также в других словарях:
ανθοβολώ — ( άω) (Α ἀνθοβολῶ, έω) 1. ραίνω, στολίζω με άνθη 2. βγάζω λουλούδια, ανθίζω νεοελλ. 1. είμαι σε ανθοφορία, λουλουδιάζω 2. ρίχνω τα λουλούδια μου, ανθορροώ … Dictionary of Greek