Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανεξύπνητος

См. также в других словарях:

  • ανεξύπνητος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να ξυπνήσει, που δεν έχει ξυπνημό («ύπνος ανεξύπνητος», ο θάνατος) 2. απονήρευτος, άμαθος, αδαής …   Dictionary of Greek

  • αξύπνητος, η, -ο — και ανεξύπνητος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν ξυπνά: Μεσημέριασε κι είναι ακόμη αξύπνητος· «ύπνος αξύπνητος», ο θάνατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»