-
1 ανεξύπνητος
η, ο 1.1) неразбуженный, спящий; 2) тяжёлый на подъём; 3) неискушённый, неопытный; 4) тайный; скрытый, сокровенный;ανεξύπνητος πόθος — сокровенное желание;
ανεξύπνητες ελπίδες — погибшие надежды;
ανεξύπνητη έχθρα — забытая вражда;
2. (ο) перен. вечный сон, смерть
См. также в других словарях:
ανεξύπνητος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να ξυπνήσει, που δεν έχει ξυπνημό («ύπνος ανεξύπνητος», ο θάνατος) 2. απονήρευτος, άμαθος, αδαής … Dictionary of Greek
αξύπνητος, η, -ο — και ανεξύπνητος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν ξυπνά: Μεσημέριασε κι είναι ακόμη αξύπνητος· «ύπνος αξύπνητος», ο θάνατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)