-
1 ανεμοστρόβιλος
[анэмосфовилос] ουσ. а. вихрь, смерч, ураган,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανεμοστρόβιλος
-
2 вихрь
-
3 ураган
-
4 вихрем
вихремнареч σάν ἀνεμοστρόβιλος, μέ ταχύτητα ἀνεμοστρόβιλου:лететь \вихрем πετώ σάν ἀνεμοστρόβιλος. -
5 вихрь
1. (жидкости, газа, воздуха и т п.) η δίνη 2. (стремительное круговое движение ветра) о ανεμοστρόβιλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вихрь
-
6 смерч
ο ανεμοστρόβιλος, (на суше) η λαίλαπαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смерч
-
7 тромб
I.(смерч) о ανεμοστρόβιλοςII.мед. о θρόμβος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тромб
-
8 вихрь
вихр||ьм1. ὁ ἀνεμοστρόβιλος, ἡ ἀνεμοθύελλα·2. перен:в \вихрье вальса στον ίλιγγο τοῦ βαλς· в \вихрье событий στή δίνη τῶν γεγονότων. -
9 смерч
смерчм ὁ ἀνεμοστρόβιλος, ὁ ἀνεμορ-ρούφουλας, ὁ σίφουνας. -
10 вихрь
[βίχρ"] ουσ. α. ανεμοστρόβιλος -
11 смерч
[σμιέρτς] ουσ. α. ανεμοστρόβιλος -
12 вихрь
[βίχρ"] ουσ α ανεμοστρόβιλος -
13 смерч
[σμιέρτς] ουσ α ανεμοστρόβιλος -
14 вихрь
-я α.1. στρόβιλος, ανεμοστρόβιλος, περιδίνηση αέρα• δίνη.2. μτφ. ρους, ρεύμα•в -е событий στη δίνη των γεγονότων.
3. επίρ. -ем σαν στρόβιλος, σαν δίνη. -
15 позёмка
-и θ. κ. (διαλκ.) позёмок, -мка α.ανεμοσυρμή, ανεμόσυρμα, ανεμοστρόβιλος• χιονοστρόβιλος• χιονοστιβάδα. -
16 смерч
-а α.στρόβιλος, δίνη•снежный χιονοστρόβιλος•
пыльный смерч ανεμοστρόβιλος.
|| στήλη•смерч воды στήλη νερού (υψώθηκε)•
пес-чанный смерч στήλη άμμου (υψώθηκε).
-
17 тромб
См. также в других словарях:
ανεμοστρόβιλος — ανεμοστρόβιλος, ο και ανεμοστρόβιλο, το ξαφνικό δυνατό ρεύμα αέρα, ανεμοταραχή: Σηκώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος που σάρωνε τα πάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμοστρόβιλος — ο (Α ἀνεμοστρόβιλος) στρόβιλος ανέμου, ισχυρή τοπική συστροφή του αέρα … Dictionary of Greek
πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… … Dictionary of Greek
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
αγριοσίφωνας — και ουνας, ο δυνατός σίφουνας, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα … Dictionary of Greek
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek
ανεμογαζού — κ. γαζούδα, η 1. δαιμόνιο που προκαλεί τον ανεμοστρόβιλο και βρίσκεται μέσα στη δίνη του ανέμου 2. ο ανεμοστρόβιλος … Dictionary of Greek
ανεμοδούρα — η 1. ο ανεμοδείκτης 2. η ανέμη 3. ο ανεμοστρόβιλος 4. ο άστατος και αλλοπρόσαλλος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανεμοδούριον «ανέμη, ανεμοδείκτης»] … Dictionary of Greek
ανεμοριπή — η 1. βίαιη πνοή ανέμου, θύελλα, ανεμοστρόβιλος 2. το πονηρό, καταστρεπτικό πνεύμα της θύελλας 3. η καταστροφή («τα πήρε η ανεμοριπή») … Dictionary of Greek