Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανεμοστρόβιλος

См. также в других словарях:

  • ανεμοστρόβιλος — ανεμοστρόβιλος, ο και ανεμοστρόβιλο, το ξαφνικό δυνατό ρεύμα αέρα, ανεμοταραχή: Σηκώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος που σάρωνε τα πάντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμοστρόβιλος — ο (Α ἀνεμοστρόβιλος) στρόβιλος ανέμου, ισχυρή τοπική συστροφή του αέρα …   Dictionary of Greek

  • πρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.) 2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρες α) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργών β) οι φλέβες τού… …   Dictionary of Greek

  • Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( …   Википедия

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • αγριοσίφωνας — και ουνας, ο δυνατός σίφουνας, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλα …   Dictionary of Greek

  • αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμογαζού — κ. γαζούδα, η 1. δαιμόνιο που προκαλεί τον ανεμοστρόβιλο και βρίσκεται μέσα στη δίνη του ανέμου 2. ο ανεμοστρόβιλος …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδούρα — η 1. ο ανεμοδείκτης 2. η ανέμη 3. ο ανεμοστρόβιλος 4. ο άστατος και αλλοπρόσαλλος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανεμοδούριον «ανέμη, ανεμοδείκτης»] …   Dictionary of Greek

  • ανεμοριπή — η 1. βίαιη πνοή ανέμου, θύελλα, ανεμοστρόβιλος 2. το πονηρό, καταστρεπτικό πνεύμα της θύελλας 3. η καταστροφή («τα πήρε η ανεμοριπή») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»