-
1 ικανότητα
[-ης (-ητος)] η1) способность, даровитость; талантливость, одарённость;ανεγνωρισμένη ικανότης — общепризнанный талант;
2) способность, (при)годность (к чему-л., на что-л.);ικανότη της χώρας προς αμυναν — обороноспособность страны;
3) юр. (дееспособность; полномочие
См. также в других словарях:
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek