Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ανεγνωρισμένη

  • 1 ικανότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) способность, даровитость; талантливость, одарённость;

    ανεγνωρισμένη ικανότης — общепризнанный талант;

    2) способность, (при)годность (к чему-л., на что-л.);

    ικανότη της χώρας προς αμυναν — обороноспособность страны;

    3) юр. (дееспособность; полномочие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ικανότητα

См. также в других словарях:

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»