-
41 надбавлять
надбавлятьнесов αὐξάνω, ἀνεβάζω, ὑψώνω. -
42 небо
неб||о Iс ὁ οὐρανός:звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνιαнебо IIс анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα. -
43 подсадить
подсадитьсов, подсаживать несов1. (помогать влезть) βοηθώ κάποιον νά ἀνέβει, ἀνεβάζω·2. (посадить рядом) καθίζω δίπλα, βάζω νά καθίσει δίπλα·3. (растения) φυτεύω συμπληρωματικά. -
44 превознести
превознести́сов, превозносить несов ἐξαίρω, ἐκθειάζω, ἐγκωμιάζω, ἐξυμνώ, ὑμνώ:\превознести кого́-л. до небес ἀνεβάζω κάποιον στους οὐρανούς. -
45 сцена
сцен||аж в разн. знач. ἡ σκηνή:ставить на \сценае ἀνεβάζω στή σκηνή· устраивать \сценаы кому́-л. перен κάνω (или δημιουργώ) σκηνή κάποιου. -
46 удорожать
удорожатьнесов, удорожить сов ἀνεβάζω τήν τιμή[ν], ὑπερτιμώ, ἀκριβαίνω κάτι. -
47 цеиа
цеи||аж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе -
48 возвысить
[βαζβύσιτ'] ρ. ανεβάζω ουσ. θ. ύψωμα -
49 возносить
[βαζνασίτ'] ρ. ανεβάζω -
50 возвысить
[βαζβύσιτ'] ρ ανεβάζω ουσ θ ύψωμα -
51 возносить
[βαζνασίτ'] ρ ανεβάζω -
52 взвезти
-взвезу, взвезешь, παρλθ. χρ. взвез, взвезла, -ло, παθ. μτχ. взвезенный ρ.σ.μ.ανεβάζω, υψώνω•лошадь -ет его на гору το άλογο θα τον ανεβάσει στο βουνό.
-
53 взвести
взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. ανεβάζω, ανάγω•он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.
|| ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•
взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.
2. ανεγείρω, υψώνω.3. αποδίδω, επιρρίπτω•взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.
ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.
-
54 взвинтить
-нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвинченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.εξερεθίζω, εκνευρίζω, νευριάζω•взвинтить нервы ερεθίζω τα νεύρα.
εκφρ.взвинтить цены – ανεβάζω τις τιμές.ερεθίζομαι, εκνευρίζομαι, νευριάζω, -ομαι•нервы -лись τα νεύρα ερεθίστηκαν.
-
55 взгромоздить
-зжу, -здишь, παθ., μτχ. παρλθ. χρ. -денный, βρ: -ден, -дена, -деда, ρ.σ.μ.ανεβάζω με δυσκολία, επισωρεύω, στοιβάζω•-вещи на машину στοιβάζω τα πράγματα στ’ αυτοκίνητο.
ανεβαίνω με δυσκολία, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω. -
56 вздуть
вздуть 1-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•вздуть цены υψώνω τις τιμές.
4. φυσώ ν’ ανάψει•-огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.
1. φουσκώνω, διογκούμαι•на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•
река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.
2. πρήζομαι•щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.
3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.
вздуть 2–ую, -уешь ρ.σ.μ.(απλ.) χτυπώ, δέρνω•его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.
-
57 возвеличить
-чу, -чишь, ρ.σ.μ. παλ. εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια.εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
58 возвышать
ρ.δ.μ.1. βλ. возвысить.2. ανεβάζω, εξυψώνω ηθικά•ничего не -ет человека, как творчество τίποτε δεν εξυψώνει τον άνθρωπο, όσο η δημιουργία (το δημιουργικό έργο).
1. βλ. возвыситься.2. υψώνομαι•на горе -ется башня στο βουνό υψώνεται πύργος.
-
59 вознести
-есу, -есёшь, παρλθ. χρ. вознес, -есла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. вознесший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесенный, βρ: -сен, -сена, -сеноρ.σ.μ.ανεβάζω, σηκώνω ψηλά, υψώνω, αίρω, επαίρω, ανάγω•вознести до небес υψώνω στα ουράνια•
судьба его высоко -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά.
1. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη• ανεγείρομαι.2. (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονω, μεγαλοφρονω. -
60 восхитить
-и/щу, -и/тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.παλ. εξυψώνω, ανεβάζω στα ύψη, μεγαλύνω.-ищу/, -ити/шь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.εκπλήσσω, προξενώ θαυμασμό, θέλγω, κατευφραίνω.-сяθαυμάζω, θέλγομαι, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω.
См. также в других словарях:
ανεβάζω — ανεβάζω, ανέβασα, ανεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον … Dictionary of Greek
ανεβάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. φέρνω κάτι από κάτω πάνω: Τον βοήθησε να ανεβάσει τις βαλίτσες στο τρένο. 2. αυξάνω την τιμή, ανατιμώ: Οι τιμές των φρούτων είναι πολύ ανεβασμένες φέτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
συναναβιβάζω — Α 1. κατά την άνοδό μου ανεβάζω κάτι μαζί μου 2. γραμμ. ανεβάζω επίσης τον τόνο … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — ανεβαίνω, ανέβηκα, ανεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] … Dictionary of Greek
ανακωμωδώ — ἀνακωμῳδῶ ( έω) (Α) [κωμῳδῶ] 1. ανεβάζω κωμωδία στη σκηνή, σατιρίζω, εμπαίζω … Dictionary of Greek