Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανεβάζω

  • 41 надбавлять

    надбавлять
    несов αὐξάνω, ἀνεβάζω, ὑψώνω.

    Русско-новогреческий словарь > надбавлять

  • 42 небо

    неб||о I
    с ὁ οὐρανός:
    звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνια
    небо II
    с анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα.

    Русско-новогреческий словарь > небо

  • 43 подсадить

    подсадить
    сов, подсаживать несов
    1. (помогать влезть) βοηθώ κάποιον νά ἀνέβει, ἀνεβάζω·
    2. (посадить рядом) καθίζω δίπλα, βάζω νά καθίσει δίπλα·
    3. (растения) φυτεύω συμπληρωματικά.

    Русско-новогреческий словарь > подсадить

  • 44 превознести

    превознести́
    сов, превозносить несов ἐξαίρω, ἐκθειάζω, ἐγκωμιάζω, ἐξυμνώ, ὑμνώ:
    \превознести кого́-л. до небес ἀνεβάζω κάποιον στους οὐρανούς.

    Русско-новогреческий словарь > превознести

  • 45 сцена

    сцен||а
    ж в разн. знач. ἡ σκηνή:
    ставить на \сценае ἀνεβάζω στή σκηνή· устраивать \сценаы кому́-л. перен κάνω (или δημιουργώ) σκηνή κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > сцена

  • 46 удорожать

    удорожать
    несов, удорожить сов ἀνεβάζω τήν τιμή[ν], ὑπερτιμώ, ἀκριβαίνω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > удорожать

  • 47 цеиа

    цеи||а
    ж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:
    оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе

    Русско-новогреческий словарь > цеиа

  • 48 возвысить

    [βαζβύσιτ'] ρ. ανεβάζω ουσ. θ. ύψωμα

    Русско-греческий новый словарь > возвысить

  • 49 возносить

    [βαζνασίτ'] ρ. ανεβάζω

    Русско-греческий новый словарь > возносить

  • 50 возвысить

    [βαζβύσιτ'] ρ ανεβάζω ουσ θ ύψωμα

    Русско-эллинский словарь > возвысить

  • 51 возносить

    [βαζνασίτ'] ρ ανεβάζω

    Русско-эллинский словарь > возносить

  • 52 взвезти

    -взвезу, взвезешь, παρλθ. χρ. взвез, взвезла, -ло, παθ. μτχ. взвезенный ρ.σ.μ.
    ανεβάζω, υψώνω•

    лошадь -ет его на гору το άλογο θα τον ανεβάσει στο βουνό.

    Большой русско-греческий словарь > взвезти

  • 53 взвести

    взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ανεβάζω, ανάγω•

    он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.

    || ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•

    взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•

    взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.

    2. ανεγείρω, υψώνω.
    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.

    ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•

    курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > взвести

  • 54 взвинтить

    -нчу, -нтишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвинченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    εξερεθίζω, εκνευρίζω, νευριάζω•

    взвинтить нервы ερεθίζω τα νεύρα.

    εκφρ.
    взвинтить цены – ανεβάζω τις τιμές.
    ερεθίζομαι, εκνευρίζομαι, νευριάζω, -ομαι•

    нервы -лись τα νεύρα ερεθίστηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > взвинтить

  • 55 взгромоздить

    -зжу, -здишь, παθ., μτχ. παρλθ. χρ. -денный, βρ: -ден, -дена, -деда, ρ.σ.μ.
    ανεβάζω με δυσκολία, επισωρεύω, στοιβάζω•

    -вещи на машину στοιβάζω τα πράγματα στ’ αυτοκίνητο.

    ανεβαίνω με δυσκολία, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω.

    Большой русско-греческий словарь > взгромоздить

  • 56 вздуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вздутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυσώ,πνέω προς τα πάνω•
    2. διογκώνω, εξογκώνω, φουσκώνω.
    3. μτφ. υψώνω, αυξαίνω, ανεβάζω, παραφουσκώνω•

    вздуть цены υψώνω τις τιμές.

    4. φυσώ ν’ ανάψει•

    -огонь φυσώ ν’ ανάψει η φωτιά.

    1. φουσκώνω, διογκούμαι•

    на мачтах -лись паруса τα πανιά των καταρτιών φούσκωσαν•

    река -лась от таяния снегов το ποτάμι φούσκωσε από το λιώσιμο των χιονιών.

    2. πρήζομαι•

    щека -лась от флюса το μάγουλο πρήστηκε από πονόδοντο.

    3. μτφ. υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены -лись οι τιμές ανέβηκαν.

    –ую, -уешь ρ.σ.μ.
    (απλ.) χτυπώ, δέρνω•

    его -ли τον φούσκωσαν ξύλο.

    Большой русско-греческий словарь > вздуть

  • 57 возвеличить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ. παλ. εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια.
    εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > возвеличить

  • 58 возвышать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. возвысить.
    2. ανεβάζω, εξυψώνω ηθικά•

    ничего не -ет человека, как творчество τίποτε δεν εξυψώνει τον άνθρωπο, όσο η δημιουργία (το δημιουργικό έργο).

    1. βλ. возвыситься.
    2. υψώνομαι•

    на горе -ется башня στο βουνό υψώνεται πύργος.

    Большой русско-греческий словарь > возвышать

  • 59 вознести

    -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. вознес, -есла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. вознесший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесенный, βρ: -сен, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    ανεβάζω, σηκώνω ψηλά, υψώνω, αίρω, επαίρω, ανάγω•

    вознести до небес υψώνω στα ουράνια•

    судьба его высоко -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά.

    1. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη• ανεγείρομαι.
    2. (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονω, μεγαλοφρονω.

    Большой русско-греческий словарь > вознести

  • 60 восхитить

    -и/щу, -и/тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παλ. εξυψώνω, ανεβάζω στα ύψη, μεγαλύνω.
    -ищу/, -ити/шь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    εκπλήσσω, προξενώ θαυμασμό, θέλγω, κατευφραίνω.
    -ся
    θαυμάζω, θέλγομαι, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > восхитить

См. также в других словарях:

  • ανεβάζω — ανεβάζω, ανέβασα, ανεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον …   Dictionary of Greek

  • ανεβάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. φέρνω κάτι από κάτω πάνω: Τον βοήθησε να ανεβάσει τις βαλίτσες στο τρένο. 2. αυξάνω την τιμή, ανατιμώ: Οι τιμές των φρούτων είναι πολύ ανεβασμένες φέτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • συναναβιβάζω — Α 1. κατά την άνοδό μου ανεβάζω κάτι μαζί μου 2. γραμμ. ανεβάζω επίσης τον τόνο …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — ανεβαίνω, ανέβηκα, ανεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] …   Dictionary of Greek

  • ανακωμωδώ — ἀνακωμῳδῶ ( έω) (Α) [κωμῳδῶ] 1. ανεβάζω κωμωδία στη σκηνή, σατιρίζω, εμπαίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»