-
21 набавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.επιπροσθέτω, βάζω παραπάνω, αυξαίνω ανεβάζω, υψώνω•плату за помещение αυξαΧνω το ενοίκιο•
цену на товар ακριβαίνω το εμπόρευμα•
набавить ц-ны υψώνω (ανεβάζω) τις τιμές•
набавить ход, шигу επιταχύνω το βάδισμα, το βήμα.
-
22 повысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•повысить цену ανεβάζω την τιμή•
повысить голос υψώνω τη φωνή.
|| αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•
повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•
повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•
повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.
2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•повысить в должности προάγω στο βαθμό.
1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.2. προάγομαι (υπηρεσιακά). -
23 прибавить
-влго -вишь ρ.σ.μ.1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•
прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.
2. αυξαινω, ανεβάζω•-зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•
прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.
3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.
4. αμ. προσθέτω, λέγω•не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.
5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.
προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.•день -лся η μέρα μεγάλωσε•
он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•
вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•
к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.
-
24 валюта
эк. (денежная единица) το νόμισμα(иностранные деньги) το συνάλλαγμαиностранная - ξένο -, το συνάλλαγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > валюта
-
25 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
26 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
27 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
28 прибавить
1. (доложить, насыпать, налить в дополнение к чему-л) συμπληρώνω, προσθέτω 2. (увеличить количество, размер, силу и т.п.) (επ)αυξάνω, μεγαλώνω, ανεβάζω, βάζω 3. (сказать, написать в дополнение) προσθέτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибавить
-
29 приподнять
σηκώνω (λίγο), ανεβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приподнять
-
30 разводить
1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφωμεγαλώνω5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιοδιαζευγνύω, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить
-
31 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
32 ставить
1. (в нужное положение) βάζω, τοποθετώ, θέτω, (в вертикальное положение) στήνω 2. (назначать для выполнения какой-л. работы, назначать на какое-л. место должность) διορίζω 3. (приводить в какое-л. положение, состояние) φέρω, οδηγώ 4. (помещать куда-л.) βάζω 5. (укреп-лять, устанавливать, прикреплять и т.п.) βάζω, στήνω, στερεώνω, ανεγείρω- на якорь αγκυροβολώ, προσδένω το πλοίο επί των αγκύρων6. (производить, осуществлять) βάζω, κάνω, πραγματοποιώ 7. (осуществлять постановку на сцене) ανεβάζω (στη σκηνή) 8. (выдвигать, предлагать) προτείνω, θέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ставить
-
33 вздувать
вздуватьнесов1. (раздувать) φουσκώνω·2. (увеличивать) разг ἀνεβάζω, ὑψώνω:\вздувать цены ὑψώνω (или φουσκώνω) τίς τιμές. -
34 вносить
вноситьнесов·1. φέρ(ν)ω/ είσάγω (внутрь)/ ἀνεβάζω, κουβαλῶ ἀπάνω (наверх)·2. (платить) συνεισφέρω, καταθέτω·3. (включать, вписывать) καταχωρώ, ἀναγράφω, ἐγγράφω:\вносить в список καταχωρώ (или ἐγγράφω) στον κατάλογο·4. (проект, предложение и т. п.) καταθέτω, είσηγοῦμαι, κάνω, ὑποβάλλω, προτείνω:\вносить поправки κάνω τροποποιήσεις, ὑποβάλλω τροπολογίες· ◊ \вносить оживление δίνω ζωντάνια, ἐπιφέρω ζωηρότητά \вносить раздо́ры προκαλώ (или φέρνω) διχόνοια -
35 возвысить
возвыситьсов, возвышать несов книжн. ἀνεβάζω, ὑψώνω, σηκώνω ψηλά, ἀνοψώνω· ◊ \возвысить голос ἐντείνω (или ὑψώνω) τή φωνή, σηκώνω τή φωνή. -
36 втягивать
втягиватьнесов, втянуть сов1. ἐλκω, σύρω, σέρνω μέσα, τραβώ (внутрь)/ ἀνεβάζω, ἀνασύρω (наверх)·2. (вобрать в себя) είσπνέω (носом)! ρουφώ (губами)/ χώνω, μαζεύω (голову и т. п.)/ ρουφώ (живот)·3. перен (вовлекать) παρασύρω/ μπερδεύω, περιπλέκω (впутывать). -
37 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
38 набавлять
набавлятьнесов αὐξάνω, ἀνεβάζω, ὑψώνω:\набавлять цену ὑψώνω τήν τιμή. -
39 набивать
набиватьнесов1. (παρα)γεμίζω:\набивать тру́бку γεμίζω τήν πίπα· \набивать до отказа γεμίζω φίσκα· 2.:\набивать обручи на бочку περνώ στεφάνια στό βαρέλι· \набивать набо́йки σολιάζω τά τακούνια·3. текст. ἀποτυπώνω· ◊ \набивать цены ἀνεβάζω τίς τιμές. -
40 нагнетаниеть
нагнетание||тьнесов πιέζω, συμπιέζω, ἀνεβάζω τήν πίεση.
См. также в других словарях:
ανεβάζω — ανεβάζω, ανέβασα, ανεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανεβάζω — ἀνεβάζω (MN) (AM ἀναβιβάζω) 1. τοποθετώ κάτι ψηλότερα, ανυψώνω 2. κάνω ή βοηθώ κάποιον να ανέβει 3. (για χρηματική αξία) αυξάνω, ανατιμώ 4. (Γραμμ.) μεταφέρω τον τόνο λέξης σε προηγούμενη συλλαβή 5. (για θέατρο) παρουσιάζω έργο μσν. τοποθετώ στον … Dictionary of Greek
ανεβάζω — ασα, άστηκα, ασμένος 1. φέρνω κάτι από κάτω πάνω: Τον βοήθησε να ανεβάσει τις βαλίτσες στο τρένο. 2. αυξάνω την τιμή, ανατιμώ: Οι τιμές των φρούτων είναι πολύ ανεβασμένες φέτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ … Dictionary of Greek
συναναβιβάζω — Α 1. κατά την άνοδό μου ανεβάζω κάτι μαζί μου 2. γραμμ. ανεβάζω επίσης τον τόνο … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — ανεβαίνω, ανέβηκα, ανεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: ανεβάζω – ανεβαίνω : από άποψη σημασίας, το ανεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του ανεβάζω. Π.χ. το Εθνικό Θέατρο ανέβασε νέο έργο – νέο έργο ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] … Dictionary of Greek
ανακωμωδώ — ἀνακωμῳδῶ ( έω) (Α) [κωμῳδῶ] 1. ανεβάζω κωμωδία στη σκηνή, σατιρίζω, εμπαίζω … Dictionary of Greek