-
1 ἐξ-ανδρόομαι
ἐξ-ανδρόομαι, pass., ganz zum Mann werden, das mannbare Alter erreichen; ἤδη πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος Eur. Phoen. 32; Ar. Equ. 1241; ἐξ- ανδρωμένος Her. 2, 64. – Bei Eur. Suppl. 725 λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, aus Zähnen in Männer verwandelt.
-
2 возмужалый
возмужалыйприл ἀνδρωμένος / ρωμαλέος, εὐρωστος, δυνατός (окрепший). -
3 возмужалый
[βαζμουζάλυϊ] εκ. ανδρωμένος -
4 возмужалый
[βαζμουζάλυϊ] επ ανδρωμένος