Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αναχώρηση

См. также в других словарях:

  • αναχώρηση — η 1. απομάκρυνση από κάποιον τόπο γι άλλον: Η αναχώρησή μας από το νησί αναβλήθηκε για μεθαύριο. 2. απομάκρυνση από την κοινωνία για μοναχική διαβίωση: Έδειχνε πάντα μια τάση για αναχώρηση, για ασκητισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχώρηση — η (AM ἀναχώρησις) η ενέργεια του αναχωρώ (αρχ. μσν.) (για ασκητή) η αποχώρηση, η απομάκρυνση από την εγκόσμια ζωή αρχ. 1. απομάκρυνση από κάπου, ξεκίνημα 2. τόπος κατάλληλος για υποχώρηση, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • ἀναχωρήσῃ — ἀναχωρήσηι , ἀναχώρησις retiring fem dat sg (epic) ἀναχωρέω go back aor subj mid 2nd sg ἀναχωρέω go back aor subj act 3rd sg ἀναχωρέω go back fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναχωρήσῃ , ἀναχωρέω go back futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ναχωρήσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρήσηι — ἀναχώρησις retiring fem dat sg (epic) ἀναχωρήσῃ , ἀναχωρέω go back aor subj mid 2nd sg ἀναχωρήσῃ , ἀναχωρέω go back aor subj act 3rd sg ἀναχωρήσῃ , ἀναχωρέω go back fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναχωρήσῃ , ἀναχωρέω go back futperf ind mp 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφοδος — ἄφοδος, η (Α) [οδός] 1. αναχώρηση, απομάκρυνση 2. αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος 3. επάνοδος, επιστροφή 4. υποχώρηση 5. αποχωρητήριο 6. περίττωμα …   Dictionary of Greek

  • απάλλαξις — ἀπάλλαξις ( εως), η (Α) 1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος 2. απώλεια, χάσιμο («ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του) …   Dictionary of Greek

  • απαλλαγή — η (AM ἀπαλλαγή) 1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο 2. τέλος, θάνατος «την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα) αρχ. «ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω»… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • εκδημία — ἐκδημία, η (AM) αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος αρχ. 1. αναχώρηση από έναν τόπο 2. εξορία 3. πληθ. αἱ ἐκδημίαι δημόσιες αποστολές στο εξωτερικό …   Dictionary of Greek

  • κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»