-
1 взорвать
-
2 взрывать
взрывать Iнесов ἀνατινάζω, τινάζω στον ἀέρα:\взрывать мост ἀνατινάζω τή γέφυραвзрывать IIнесов (землю) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάβω, ὁργώνω/ ἀροτριώ (пашню). -
3 разорвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•
разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,
μτφ. σπάζω• κόβω•разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•
разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.
|| διαταράσσω•лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.
|| κατασπαράσσω•волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.
2. ανατινάζω•разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.
3. μτφ. διακόπτω, κόβω•разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•
разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.
|| μτφ. ακυρώνω•договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.4. κατακομματιάζω.εκφρ.чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.2. σκάζω, εκρήγνομαι•снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.
3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.5. κατακομματιάζομαι.εκφρ.хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης). -
4 взрывать
(разрушать взрывом) προκαλώ έκρηξη, ανατινάσσω/ανατινάζω, διαρρηγνύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрывать
-
5 заряд
1. эл. το φορτίο, η φόρτιση 2. взр. το γέμισμα, η γόμωσηвзрывать - в шпуре αναφλέγω/ανατινάζω τη γόμωση στην οπή ανατινάξεωνрассредоточенный - взр. διανεμημένο -сосредоточенный - взр. συγκεντρωμένο -шпуровой - взр. η γόμωση της οπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заряд
-
6 подрывать
1. (копать) (εξ)ορύσσω, ανορύσσω, υποσκάπτω, υπονομεύω 2. (взрывать) ανατινάσσω, ανατινάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подрывать
-
7 взрослый
-
8 подрывать
подрывать Iнесов1. (взрывать) ἀνατινάζω, ἀνατινάσσω·2. перен ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω:\подрывать доверие κλονίζω τήν ἐμπιστοσύνη· \подрывать (свое) здоровье ὑποσκάπτω τήν ὑγείαν μου· \подрывать основы чего́-л. ὑποσκάπτω τά θεμέλιαподрывать IIнесов (подкопать) ὑποσκάπτω. -
9 blast
1. noun1) (a strong, sudden stream (of air): a blast of cold air.) δυνατό ρεύμα2) (a loud sound: a blast on the horn.) διαπεραστικός ήχος3) (an explosion: the blast from a bomb.) έκρηξη2. verb1) (to tear (apart etc) by an explosion: The door was blasted off its hinges.) ανατινάζω2) ((often with out) to come or be sent out, very loudly: Music (was being) blasted out from the radio.) παίζω στη διαπασών•- blasting- blast furnace
- at full blast
- blast off -
10 blow up
1) (to break into pieces, or be broken into pieces, by an explosion: The bridge blew up / was blown up.) ανατινάζω, εκρήγνυμαι2) (to fill with air or a gas: He blew up the balloon.) φουσκώνω3) (to lose one's temper: If he says that again I'll blow up.) ξεσπώ -
11 mine
I pronoun(something which belongs to me: Are these pencils yours or mine? He is a friend of mine (= one of my friends).) δικός μουII 1. noun1) (a place (usually underground) from which metals, coal, salt etc are dug: a coalmine; My father worked in the mines.) ορυχείο2) (a type of bomb used underwater or placed just beneath the surface of the ground: The ship has been blown up by a mine.) νάρκη2. verb1) (to dig (for metals etc) in a mine: Coal is mined near here.) εξορύσσω,βγάζω2) (to place explosive mines in: They've mined the mouth of the river.) ναρκοθετώ3) (to blow up with mines: His ship was mined.) ανατινάζω με νάρκη•- miner- mining
- minefield -
12 взрывать
[βζρυβάτ*] ρ. ανατινάζω -
13 взрывать
[βζρυβάτ*] ρ. ανατινάζω -
14 взрывать
[βζρυβάτ'] ρ ανατινάζω -
15 взрывать
[βζρυβάτ'] ρ ανατινάζω -
16 взорвать
-ву, -вешь, παρλθ. χρ. взорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взорванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. ανατινάζω•партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.
2. εξοργίζω, εξερεθίζω•его -ли резкие слова собеседника τον εξόργισαν τα βαριά λόγια του συνομιλητή.
1. ανατινάζομαι•здание -лось το κτίριο ανατινάχτηκε.
2. εξοργίζομαι, εξερεθίζομαι, θυμώνω•он вдруг -лся ξαφνικά αυτός εξοργίστηκε.
-
17 встряхнуть
-ну, -нёшь, ρ.σ.μ.1. τινάζω, δονώ, σείω•встряхнуть пальто τινάζω το πανωφόρι•
встряхнуть голову τινάζω το κεφάλι•
взрыв -ул землю η έκρηξη έσεισε τη γη.
2. μτφ. αφυπνίζω, ξυπνώ.3. απρόσ. ανατινάζω, τραντάζω•телегу -ло на мосту το αμάξι τράνταξε στο γεφύρι.
1. τινάζομαι, σείομαι, σειέμαι, δονούμαι•птица -лась το πουλάκι τινάχτηκε,
2. μτφ. αφυπνίζομαι, ξυπνώ. || διασκεδάζω. -
18 нарвать
нарвать 1-рву, -рвёшь, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарванный, -а, -оρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)1. κόβω, μαζεύω, δρέπω•нарвать цветов κόβω λουλούδια.
2. σχίζω, κατακομματιάζω, κατ.ατεμαχίζω•нарвать бумаги σχίζω χαρτιά.
3. βγάζω, εξάγω με ανατίναξη,• ανατινάζω.εκφρ.нарвать уши кому – (απλ.) τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).нарвать 2-вёт, παρλθ. χρ. нарвал, -ла, -оρ.σ.εμπυάζω, μαζεύω πύο•палец -ал το δάχτυλο έμασε πύο•
десну -ло (απρόσ.) το ούλο έμασε πύο.
-
19 поддать
ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.εκφρ.поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•
не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•
его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•
не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•
поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.
-
20 подорвать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подорванный, βρ: -ван, -а, -о.1. ανατινάζω•партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.
2. μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύωκλονίζω•подорвать авторитет υποσκάπτω το.κύρος•
подорвать доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•
подорвать здоровье κλονίζω την υγεία•
подорвать хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό•
подорвать основы υποσκάπτω τα θεμέλια.
ανατινάζομαι. || μτφ. υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι κλονίζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανατινάζω — ανατινάζω, ανατίναξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατινάζω — (Α ἀνατινάσσω) νεοελλ. τινάζω στον αέρα, γίνομαι αίτιος έκρηξης αρχ. 1. τινάζω προς τα επάνω 2. πάλλω, σείω, ταρακουνώ … Dictionary of Greek
ανατινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος 1. τινάζω ψηλά, καταστρέφω κάτι με ανατίναξη: Σχεδίαζαν να ανατινάξουν ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. 2. το μέσ., ανατινάζομαι σημαίνει επίσης και αναπηδώ, αναπετιέμαι: Ανατινάχτηκε από χαρά, όταν άκουσε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
τορπιλίζω — τορπίλισα, τορπιλίστηκα, τορπιλισμένος 1. εκσφενδονίζω τορπίλη: Τορπίλισε, δίοπε, την πρώτη (τορπίλη). 2. ανατινάζω με τορπίλη: Η «Έλλη» τορπιλίστηκε. 3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαιώνω κάτι: Τορπιλίστηκαν οι διαπραγματεύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)