Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αναστροφής

  • 1 αναστροφής

    ἀναστροφή
    turning upside down: fem gen sg (attic epic ionic)
    ——————
    ἀναστροφή
    turning upside down: fem dat pl (epic)

    Morphologia Graeca > αναστροφής

  • 2 ἀναστροφῆς

    Morphologia Graeca > ἀναστροφῆς

  • 3 ἀναστροφῇς

    Morphologia Graeca > ἀναστροφῇς

  • 4 λυτρόω

    λυτρόω (s. prec. entry; Pla.+) in our lit. only mid. (and pass.) λυτρόομαι (Demosth.+) fut. mid. λυτρώσομαι LXX; 1 aor. mid. ἐλυτρωσάμην, impv. λύτρωσαι. Pass.: 1fut. λυτρωθήσομαι (LXX); 1 aor. ἐλυτρώθην; pf. 3 sg. λελύτρωται, ptc. λελυτρωμένος LXX.—DELG s.v. λύω.
    to free by paying a ransom, redeem
    lit. (Demosth. 19, 170) of prisoners (Diod S 5, 17, 3; Jos., Ant. 14, 371) 1 Cl 55:2.
    fig. λύτρωσαι τ. δεσμίους ἡμῶν (in a prayer) 1 Cl 59:4.—Pass. ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ λυτρωθῆναι ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς be ransomed with silver or gold from your futile way of life 1 Pt 1:18 (on λ. ἔκ τινος s. 2 below.—WvanUnnik, De verlossing 1 Pt 1:18, 19 en het problem van den 1 Pt ’42).
    to liberate from an oppressive situation, set free, rescue, redeem, fig. ext. of mng. 1 (Ps.-Callisth. 2, 7, 4 τὴν Ἑλλάδα λυτρώσασθαι; 3, 19, 10; LXX; Philo) τινά someone (Iren. 5, 1, 1 [Harv. II 315, 1]) B 14:8. Of Christ in his coming again λυτρώσεται ἡμᾶς he will redeem us 2 Cl 17:4. Of the Messiah ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ Lk 24:21 (cp. Is 44:22–4; 1 Macc 4:11; PsSol 8:30; 9:1). τινὰ ἀπό τινος someone fr. someth. (Ps 118:134; cp. the ancient Christian prayer: CSchmidt, Heinrici Festschr. 1914, p. 69, 32f) λ. ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας Tit 2:14 (TestJos 18:2 ἀπὸ παντὸς κακοῦ). Also τινὰ ἔκ τινος (non-bibl. ins in CB I/2 566f ἐλυτρώσατο πολλοὺς ἐκ κακῶν βασάνων; Dt 13:6; Ps 106:2; Sir 51:2; Mel., P. 67, 475 ἐκ τῆς τοῦ κόσμου λατρείας) someone fr. a monster Hv 4, 1, 7. ἐξ ἀναγκῶν m 8:10. ἐκ τοῦ σκότους B 14:5f; cp. vs. 7. ἐκ θανάτου (Hos 13:14) 19:2. τ. ψυχὴν ἐκ θανάτου Ac 28:19 v.l. ἐκ τοσούτων κακῶν AcPl Ha 3, 10.—Pass. (Aristot., EN 10, 2 [1164b, 34]; LXX; TestJos 18:2; Just., D. 131, 3; Iren. 1, 21, 4 [Harv. I 186, 12]) be redeemed ἐν τῇ χάριτι by grace IPhld 11:1 (on λ. ἐν cp. 2 Esdr 11:10 ἐν τ. δυνάμει; Ps 76:16; Sir 48:20). γινώσκομεν οὖν πόθεν ἐλυτρώθημεν we know, then, the source of our redemption B 14:7.—New Docs 3, 72–75. DELG s.v. λύω. M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > λυτρόω

  • 5 ἀναθεωρέω

    ἀναθεωρέω look at again and again = ‘examine, observe carefully’ (so both lit. and fig. Theophr., HP 8, 6, 2; Diod S 12, 15, 1 ἐξ ἐπιπολῆς θεωρούμενος ‘examining superficially’ in contrast to ἀναθεωρούμενος καὶ μετʼ ἀκριβείας ἐξεταζόμενος; 2, 5, 5; 14, 109, 2; Lucian, Vit. Auct. 2, Necyom. 15; Plut., Cato Min. 765 [14, 3], Mor. 1119b).
    lit. to examine someth. carefully, look carefully at ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν I looked carefully at the objects of your devotion Ac 17:23.
    fig. to give careful thought to, consider, of spiritual things τὶ (Philostrat., Vi. Apollon. 2, 39 p. 81, 17) ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς considering the outcome of their lives Hb 13:7.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀναθεωρέω

  • 6 ἄνευ

    ἄνευ prep. w. gen., never used in compos. (Hom.+; and s. lit. s.v. ἀνά) without (cp. ἄτερ, χωρίς, fr. which it can scarcely be distinguished in usage).
    of pers. without the knowledge and consent of (Od. 2, 372; Appian, Bell. Civ. 5, 100 §416; Ael. Aristid. 28, 105 K.=49 p. 525 D.: ἄνευ θεοῦ; UPZ 69, 4 [152 B.C.] ἄνευ τ. θεῶν οὐθὲν γίνεται; PPetr II, Append. p. 3; O. Wilck I 559f). ἄ. τοῦ πατρὸς ὑμῶν Mt 10:29 (cp. Am 3:5); ἄ. θεοῦ B 19:6; IPol 4:1 (cp. Just., D. 102, 7). IMg 7:1; ITr 2:2.
    of things (Jos., Bell. 2, 1, Ant. 7, 72, Vi. 167) ἄ. λόγου without a word (opp. διὰ τῆς ἀναστροφῆς contrast Just., A I, 46, 4 [opp. μετὰ λόγου] of non-Christians) 1 Pt 3:1. ἄ. γογγυσμοῦ without complaining 4:9. ἄ. χειρῶν (Da 2:34) built without hands Mk 13:2 D. ἄ. ζυγοῦ ἀνάγκης without the yoke of constraint (=free from the yoke of compulsion) B 2:6; ἄ. γνώμης σου without your consent IPol 4:1; ἄ. γνῶσεως without understanding Dg 12:4, 6; ἄ. ζωῆς ἀληθοῦς without real life 12:4; ἄ. ἀλήθεια without truth 12:5. W. χωρίς: οὐ δύναται κεφαλὴ χωρὶς γεννηθῆναι ἄ. μελῶν the head cannot be born separately, without limbs ITr 11:2.—DELG. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἄνευ

  • 7 ἔκβασις

    ἔκβασις, εως, ἡ (s. ἐκβαίνω; Hom. et al.; pap, LXX; Jos., Ant. 1, 91; Mel., P. 58, 427 [ἐμ-Ch.])
    end point of a duration, end ἐ. τῆς ἀναστροφῆς Hb 13:7 can mean the end of one’s life (cp. Marinus, Vi. Procli 26 ἐ. τοῦ βίου; Wsd 2:17), but can also be understood as
    outcome of an event or state, outcome (cp. PRyl 122, 5 [II A.D.]=produce [τῶν ἐδαφῶν]; Wsd 11:14) as result of one’s way of life, w. implication of success Hb 13:7.
    way out of some difficulty, a way out, end (Comp. II 107f J. [Menand., Fgm. 696 Kock III 200] τ. κακοῦ; Polyb. 3, 7, 2; Epict. 2, 7, 9, Ench. 32, 3; Vett. Val. 180, 14f ἡ ἔκβασις τ. πραγμάτων; cp. 186, 24; PFlor 74, 16 τ. ἑορτῆς) 1 Cor 10:13 (s. WGauld, ET 52, ’40/41, 337–40).—DELG s.v. βαίνω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔκβασις

См. также в других словарях:

  • ἀναστροφῆς — ἀναστροφή turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστροφῇς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • αναστρέψιμος — η, ο [αναστροφή] αυτός που είναι δυνατόν να αναστραφεί, δεκτικός αναστροφής («αναστρέψιμη εξέλιξη») …   Dictionary of Greek

  • αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… …   Dictionary of Greek

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • ετικέτα — η 1. μικρή επιγραφή που κολλιέται σε φιάλες, κιβώτια, σάκους, τετράδια κ.λπ. για να δηλώσει το περιεχόμενό τους και μερικές φορές την αξία τους 2. εθιμοτυπία, τύπος συμπεριφοράς, κοινωνικής αναστροφής, κοινωνικοί τρόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»