-
1 ἀνασπογγίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπογγίζω
-
2 ανασπογγίζω
μετ. вытирать, осушать (губкой) -
3 ἀνασπογγίζω
-
4 ανασπογγίσαι
ἀνασπογγίζωsponge clean: aor inf actἀνασπογγίσαῑ, ἀνασπογγίζωsponge clean: aor opt act 3rd sg -
5 ἀνασπογγίσαι
ἀνασπογγίζωsponge clean: aor inf actἀνασπογγίσαῑ, ἀνασπογγίζωsponge clean: aor opt act 3rd sg -
6 ανασφογγίζω
см. ανασπογγίζω -
7 ανασπογγίζειν
-
8 ἀνασπογγίζειν
-
9 ανασπογγίζουσα
-
10 ἀνασπογγίζουσα
-
11 ανασπογγίζων
-
12 ἀνασπογγίζων
-
13 ανασπογγίσας
ἀνασπογγίσᾱς, ἀνασπογγίζωsponge clean: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 ἀνασπογγίσας
ἀνασπογγίσᾱς, ἀνασπογγίζωsponge clean: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
ανασπογγίζω — ἀνασπογγίζω (Α) καθαρίζω προσεκτικά με σπόγγο … Dictionary of Greek
ἀνασπογγίσαι — ἀνασπογγίζω sponge clean aor inf act ἀνασπογγίσαῑ , ἀνασπογγίζω sponge clean aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίζειν — ἀνασπογγίζω sponge clean pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίζουσα — ἀνασπογγίζω sponge clean pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίζων — ἀνασπογγίζω sponge clean pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασπογγίσας — ἀνασπογγίσᾱς , ἀνασπογγίζω sponge clean aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)