Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αναπνευστικά

  • 1 αναπνευστικά

    ἀναπνευστικός
    of: neut nom /voc /acc pl
    ἀναπνευστικά̱, ἀναπνευστικός
    of: fem nom /voc /acc dual
    ἀναπνευστικά̱, ἀναπνευστικός
    of: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αναπνευστικά

  • 2 ἀναπνευστικά

    ἀναπνευστικός
    of: neut nom /voc /acc pl
    ἀναπνευστικά̱, ἀναπνευστικός
    of: fem nom /voc /acc dual
    ἀναπνευστικά̱, ἀναπνευστικός
    of: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀναπνευστικά

  • 3 орган

    I.
    1.(орудие, инструмент) το εξάρτημα, το στοιχείο, το εργαλείο
    - управления ав. το χειριστήριο
    2. (часть организма) το όργαν/ο
    внутренние - ы мед. εσωτερικά - α
    - ы чувств см. ниже таблицу 3. (учреждение, организация) το όργαν/ο, ο φορέας
    компетентные - ы τα αρμόδια - α, οι αρμόδιες αρχές
    II. муз. το όργανο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орган

  • 4 путь

    1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορεία
    - движения мех. η διαδρομή
    Млечный - астр. о Γαλαξίας
    2. (расстояние) η απόσταση
    тормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος
    3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργανα
    дыхательные - αναπνευστικά -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь

  • 5 аппарат

    аппарат
    м
    1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:
    телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;
    2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:
    административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;
    3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:
    дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα

    Русско-новогреческий словарь > аппарат

  • 6 путь

    пут||ь
    м
    1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:
    запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·
    2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:
    по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·
    3. (путешествие) τό ταξίδι:
    пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·
    4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:
    дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·
    5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:
    каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας.

    Русско-новогреческий словарь > путь

  • 7 όργανο(ν)

    τό
    1) в разн. знач орган;

    αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;

    νομοθετικά όργανα — законодательные органы;

    τα όργανα τού τύπου — органы печати;

    η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;

    2) перен. инструмент, орудие;

    όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;

    3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);

    όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;

    τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);

    τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);

    τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);

    4) музыкальный инструмент;

    πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;

    παίζουν τα όργανα — играет музыка;

    με όργανα — с музыкой;

    5) муз. орган

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όργανο(ν)

  • 8 όργανο(ν)

    τό
    1) в разн. знач орган;

    αναπνευστικά όργανα — органы дыхания;

    νομοθετικά όργανα — законодательные органы;

    τα όργανα τού τύπου — органы печати;

    η «Πράβντα» όργανο(ν) της Κ. — Е. του ΚΚΣΕ « — Правда» — орган ЦК КПСС;

    2) перен. инструмент, орудие;

    όργανο(ν) ψυχρού πολέμου — орудие холодной войны;

    3) перен. агент, сотрудник (чаще тайный);

    όργανο(ν) της ασφάλειας — агент асфалии;

    τα όργανα της δικαιοσύνης (της ασφάλειας) — органы юстиции (асфалии);

    τα όργανα τού νόμου — стражи закона (о жандармах, судьях); — блюстители закона (уст., ирон.);

    τα όργανα της τάξεως — блюстители порядка (о полицейских, тж. ирон.);

    4) музыкальный инструмент;

    πνευστά (έγχορδα, κρουστά) όργανα — духовые (струнные, ударные) инструменты;

    παίζουν τα όργανα — играет музыка;

    με όργανα — с музыкой;

    5) муз. орган

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όργανο(ν)

  • 9 αναπνευστικάς

    ἀναπνευστικά̱ς, ἀναπνευστικός
    of: fem acc pl

    Morphologia Graeca > αναπνευστικάς

  • 10 ἀναπνευστικάς

    ἀναπνευστικά̱ς, ἀναπνευστικός
    of: fem acc pl

    Morphologia Graeca > ἀναπνευστικάς

  • 11 дыхание

    ουδ.
    αναπνοή, πνοή, ανάσα, αдыхание νάσεμα•

    органы -я αναπνευστικά όργανα•

    ис-куственное! дыхание τεχνητή αναπνοή•

    затруднённое дыхание δύσπνοια•

    переводить дыхание παίρνω ανάσα.

    || εισπνοή. || εκπνοή. || μτφ. φύσημα, πνοή•

    бурное дыхание ветра δυνατό φύσημα ανέμου•

    дыхание весны πνοή της Α,νοιξης.

    εκφρ.
    до последнего -я – μέχρι τελευταίας πνοής (όσο θα ζω)•
    испустить последнее дыхание – εκπνέω (παραδίδω) την τελευταία (ύστατη) πνοή.

    Большой русско-греческий словарь > дыхание

  • 12 дыхательный

    επ.
    αναπνευστικός•

    -ые органы αναπνευστικά όργανα•

    -ое горло η τραχεία.

    Большой русско-греческий словарь > дыхательный

  • 13 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

См. также в других словарях:

  • ἀναπνευστικά — ἀναπνευστικός of neut nom/voc/acc pl ἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικός of fem nom/voc/acc dual ἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικάς — ἀναπνευστικά̱ς , ἀναπνευστικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • αέρια, πολεμικά — Ονομασία που δόθηκε από το 1915 σε ορισμένες χημικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον πόλεμο για την εξουδετέρωση του αντιπάλου. Τα π.α. διαιρούνται σε: α) ασφυξιογόνα, που προσβάλλουν τα αναπνευστικά όργανα και προκαλούν τον θάνατο από… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • ανακαθαίρω — ἀνακαθαίρω (Α) Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς ΙΙ. μέσ. 1. γίνομαι καθαρός, διαυγής 2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες 3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα 4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι… …   Dictionary of Greek

  • ασφυξιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί ασφυξία 2. «ασφυξιογόνα αέρια» πολεμικά αέρια που ερεθίζουν τα αναπνευστικά όργανα, εμποδίζουν την αναπνοή και μπορούν να προκαλέσουν θάνατο από ασφυξία …   Dictionary of Greek

  • βράγχιο — το (AM βράγχιον) συνήθως στον πληθ. βράγχια, τα τα αναπνευστικά όργανα υδρόβιων και ψαριών αρχ. 1. το πτερύγιο του ψαριού 2. βρόγχος του αναπνευστικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βράγχος «βραχνάδα». Η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στο …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • εισπνέω — (AM εἰσπνέω) εισάγω με την αναπνοή αέρα, οξυγόνο, ευχάριστες οσμές, κ.λπ. στα αναπνευστικά μου όργανα αρχ. 1. κάνω εισπνοή 2. φυσώ πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εισπνευστήρας — ο 1. συσκευή που χρησιμοποιείται για θεραπεία με εισπνοές ή για αναισθησία 2. φρ. «εισπνευστήρας οξυγόνου» μάσκα οξυγόνου που χρησιμοποιούν όσοι έχουν ή μπορεί να παρουσιάσουν αναπνευστικά προβλήματα (ασθενείς, ορειβάτες, αεροπόροι κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»