-
1 αναπιάνω
(αόρ. ανάπιασα) μετ.1) начинать, делать почин; ανάπιασέ μου μιά νταντέλλα начни мне (вязать) кружево;αναπιάνω ζύμη — замешивать тесто;
2) брать (тж. перен.), брать на себя;ανάπιασέ μου λιγάκι το παιδί возьми у меня ребёнка (на руки) ненадолго; 3) хвалиться своими добродетелями (благодеяниями);μοόκανε ένα μικρό καλό και το αναπιάνει ολοένα — сделал на копейку, а шумит на рубль;
§ μη μ' αναπιάνεις στο στόμα ( — или στη γλώσσα) σου — обо мне ты не смей говорить, ты меня лучше не трогай, не задевай меня;
αναπιάνω τό ψωμί — делать, выделывать булки из теста
См. также в других словарях:
αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… … Dictionary of Greek
αναπιάνω — ανάπιασα, αναπιάστηκα, αναπιασμένος 1. καταπιάνομαι με κάποια δουλειά: Αναπιάστηκα με τις δουλειές και δεν έκανα φαΐ. 2. κακολογώ κάποιον: Άλλη φορά να μη με αναπιάσεις στη γλώσσα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναποιώ — ἀναποιῶ ( έω) (ΑΜ) μσν. επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ αρχ. 1. παρασκευάζω 2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3) … Dictionary of Greek