Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αναπαυτήριο(ν)

См. также в других словарях:

  • αναπαυτήριο — το (Α ἀναπαυτήριον) βλ. αναπαυτήριος …   Dictionary of Greek

  • αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • αναπαυτήριος — α, ο 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση, αναπαυτικός (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., το αναπαυτήριο τόπος όπου κανείς αναπαύεται: Η εταιρεία είχε και αναπαυτήριο για τους υπαλλήλους της την ώρα της μεσημεριανής διακοπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπαυλα — η (Α ἀνάπαυλα) [ἀναπαύω] προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση μσν. καταφυγή, παρηγοριά αρχ. 1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή 2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • ανάπνευμα — ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) [ἀναπνέω] τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο …   Dictionary of Greek

  • ημικύκλιος — ο (AM ἡμικύκλιος, ον) 1. ημικυκλικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο α) το μισό τού κύκλου β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό β)… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίου, Αλέξανδρος — (1869 – 1938). Μηχανικός και βιομήχανος. Συνέβαλε στην ίδρυση πολλών σημαντικών βιομηχανικών μονάδων, όπως η Εταιρεία Χημικών Λιπασμάτων, τα Χρωματουργεία Πειραιώς, η Τεχνική Εταιρεία Ζαχαρίου και Σία κ.ά. Εραστής των γραμμάτων και της τέχνης,… …   Dictionary of Greek

  • Φαλκονιέρι έπαυλη — Βρίσκεται ανάμεσα στα προάστια της Ρώμης Φρασκάτι και Καμαλντόλι. Χτίστηκε το 1550 από τον καρδινάλιο Ρουφίνα. Για ένα διάστημα τελούσε υπό την κατοχή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου B’, ο οποίος την είχε μετατρέψει σε αναπαυτήριο… …   Dictionary of Greek

  • ησυχαστήριο — το 1. τόπος όπου μένει ο μοναχός, ασκηταριό. 2. αναπαυτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»