-
1 αναπαράγω
[анапараго] р. воспроизводить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναπαράγω
-
2 воспроизвести
-еду, -едёшь, παρλθ. χρ. -вел, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспроизведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспроизведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. αναπαράγω• ανανεώνω•воспроизвести капитал ‘ αναπαράγω το κεφάλαιο.
2. αναδημιουργώ• αναπαρασταίνω•мысленно воспроизвести события юности νοερά επαναφέρω στη μνήμη τις νεανικές πράξεις.
|| εκθέτω, ε-παναλαβαίνω•воспроизвести чужие мнения επαναλαβαίνω ξένες γνώμες.
3. ανατυπώνω• αναπαράγω•воспроизвести звук αναπαράγω ήχο.
-
3 воспроизводить
1. (создавать вновь) αναπαράγω, ανανεώνω 2. (повторять что-л. в точности) αναπαράγω, ανατυπώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воспроизводить
-
4 развести
развести 1) (вырастить) αναπαράγω, ανατρέφω* καλλιεργώ (растения) 2) (растворить) διαλύω, αραιώνω* * *2) ( растворить) διαλύω, αραιώνω -
5 воспроизвести
воспроизвестисов, воспроизводить несов1. ἀναπαράγω:\воспроизвести в памяти а) ξα-ναθυμἄμαι, ἀνακαλῶ στή μνήμη μου, б) ἐπαναλαμβάνω (слова)·2. (копировать) βγάζω ἀντίτυπο[ν], ἀνατυπώνω:\воспроизвести звуки ἀναπαράγω τους ήχους -
6 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
7 перезаписывать
1. (с одного устройства на другое) μεταγράφω, μεταφέρω 2. (исправлять, восстанавливать и т.п.) αναπαράγω, αναπλάσσω 3. (исправлением, редакцией и т.п.) ξαναγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перезаписывать
-
8 репродуцировать
ανατυπώνω, αναπαράγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > репродуцировать
-
9 залечатлевать
залечат||леватьнесов1. (в памяти, в душе и т. п.) ἐντυπώνω, χαράζω στή μνήμη μου·2. (в произведении, в картине) ἀναπαράγω. -
10 передавать
передаватьнесов1. μεταδίδω, δίνω:\передавать из рук в руки δίνω ἀπό χέρι σέχέρι·2. (сообщать) μεταδίδω, διαβιβάζω:\передавать по радио μεταδίδω ἀπό τό ραδιόφωνο· \передавать по телефону μεταδίδω τηλεφωνικώς· \передавать поручение μεταβιβάζω ἐντολή· \передавать привет διαβιβάζω χαιρετίσματα· \передавать благодарность ἐκφράζω εὐγνωμοσύνη·3. (воспроизводить) ἀναπαράγω:\передавать мысль автора μεταδίδω τήν σκέψη τοῦ συγγραφέα·4. μεταδίδω (инфекцию, болезнь)/ μεταβιβάζω (черту, свойство)·5. (давать больше, чем надо) πληρώνω παραπάνω, пи-ραπληρώνω· ◊ \передавать дело в суд παραπέμκβ τήν ὑπόθεση στό δικαστήριο. -
11 размножать
размножатьнесов1. πολλαπλασιάζω, πληθύνω·2. (расплодить) πολλαπλασιάζω, ἀναπαράγω. -
12 размножать
[ραζμναζάτ'] ρ. πολλαπλασιάζω, αναπαράγω -
13 размножать
[ραζμναζάτ'] ρ πολλαπλασιάζω, αναπαράγω -
14 воссоздать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ., χρ. -дал, -ла, -ло, προστκ. -дай, παθ. μτχ. παριλθ. χρ. воссозданный, βρ: -дан, -а, -оρ.σ.μ.αναδημιουργώ, αναπλάθω• ανασχηματίζω. || επαναφέρω, ξαναζωντανεύω (στη μνήμη, φαντασία). || αναπαράγω, αναπαρασταίνω.αναδημιουργούμαι, αναπλάθομαι κλπ. ρ. ενργ. φ. -
15 плодить
-пложу, плодишьρ.δ.μ.1. γεννώ, τίκτω αναπαράγω.2. μτφ. δημιουργώ, παράγω, βγάζω.1. γεννώ, τίκτω πολλαπλασιάζομαι.2. μτφ. εμφανίζομαι, προ έρχομαι, πηγάζω•από την αεργία (τεμπελιά) γεννιώνται κουτσομπολιά και διχόνοιες. -
16 повторить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повторенный, βρ: -рен, -а, -оκ. повторенный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ.επαναλαβαίνω, επαναλαμβάνω επαναλέγω•повторить урок επαναλαβαίνω το μάθημα•
повторить ощибку κάνω το ίδιο λάθος•
повторить слово в слово επαναλαβαίνω λέξη προς λέξη•
повторить вкратце επαναλαβαίνω σύντομα•
-и эту фразу επανέλαβε αυτή τη φράση.
|| αναπαράγω (ήχο, φωνή, σφύριγμα κ.τ.τ.)• αντηχώ.επαναλαβαίνομαι, επαναλαμβάνομαι (ύστερα από διακοπή)• συνεχίζομαι•повторить ошибки -лись τα λάθη επαναλήφτηκαν•
разговор -лся η συνομιλία επαναλήφτηκε.
|| αναπαράγομαι• αναδημιουργούμαι, επαναφέρομαι, επανέρχομαι. -
17 размножить
-жу, -жишь ρ.σ.μ.1. πολλαπλασιάζω, πληθαίνω, αυξαίνω•размножить рукопись в ста экземпляров βγάζω εκατό αντίγραφα του χειρόγραφου.
2. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω.πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι, πληθαίνω. || αναπαραγομαι.
См. также в других словарях:
αναπαράγω — αναπαράγω, αναπαρήγαγα βλ. πίν. 135 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναπαράγω — 1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα 2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα 3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
αναπαράγω — παράγω ξανά, αναδημιουργώ: Η ζωντανή ύλη έχει την ιδιότητα να αναπαράγει ζωντανή ύλη και μάλιστα σύμφωνα με ορισμένους κανόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαραγωγέας — ο αυτός που αναπαράγει, που κάνει αναπαραγωγή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον γεωπόνο και συγγραφέα Ραϊνόλδο Δημητριάδη) … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για αναπαραγωγή 2. (στην ψυχολ.) αναπαραγωγική κρίση η μη πρωτότυπη αλλά παράγωγος κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις. ΠΑΡ. αναπαραγωγικότητα] … Dictionary of Greek
αναπαραγωγός — ό [αναπαράγω] 1. αυτός που αναπαράγει, που συντελεί στην αναπαραγωγή* 2. το αρσ. ως ουσ. ο αναπαραγωγός γεωργός ή κτηνοτρόφος που ασχολείται με την αναπαραγωγή φυτών ή ζώων … Dictionary of Greek
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
προσαναπαράγω — Α [ἀναπαράγω] επανέρχομαι μετά από παρέκβαση … Dictionary of Greek
τυπώνω — τυπῶ, όω, ΝΜΑ [τύπος] νεοελλ. 1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω 2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων») 3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω 4. (το β πρόσ. προστ.… … Dictionary of Greek
υπομοσχεύω — Α 1. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω 2. μτφ. υποθάλπω («οὗτοι μὲν ὧδε μένοντες ὑπεμόσχευον τὸν πόλεμον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μοσχεύω «ανατρέφω, φροντίζω»] … Dictionary of Greek