Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αναπαλλοτρίωτος

  • 1 αναπαλλοτρίωτος

    η, ο [ος, ον ]
    1) неотчуждаемый, неэкспроприируемый; не подлежащий отчуждению, экспроприации; 2) неотчуждённый, неэкспроприированный; 3) непроданный; не подлежащий продаже; 4) юр. не передаваемый, не предоставляемый другому лицу;

    αναπαλλοτρίωτοςον δικαίωμα — неотъемлемое право

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναπαλλοτρίωτος

См. также в других словарях:

  • αναπαλλοτρίωτος — η, ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, ον) [ἀπαλλοτριῶ] αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως νεοελλ. αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως τού Δημοσίου) …   Dictionary of Greek

  • αναπαλλοτρίωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν απαλλοτριώθηκε: Υπάρχουν ακόμη πολλά μεγάλα κτήματα αναπαλλοτρίωτα. 2. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να απαλλοτριωθεί, να εκχωρηθεί, να πουληθεί: Οι αρχαιολογικοί θησαυροί είναι αναπαλλοτρίωτο κτήμα του έθνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλλοτρίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλοτριώθηκε ή δεν επιδέχεται αλλοτρίωση 2. ο αναπαλλοτρίωτος* 3. μτφ. αυτός που δεν μεταβάλλεται στη φύση του «αναλλοτρίωτη συνείδηση», «αναλλοτρίωτο άτομο». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλλοτριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 …   Dictionary of Greek

  • ανεκποίητος — η, ο (Α ἀνεκποίητος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει εκποιηθεί, που δεν έχει πουληθεί 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πουληθεί, αναπαλλοτρίωτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να εκλείψει, να αφανιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1546… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»