-
1 ανακρίνω
[анакрино] р. расследовать, (νομ.) вести следствие, допрашивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανακρίνω
-
2 допросить
ανακρίνω, εξετάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > допросить
-
3 допросить
-
4 опросить
-
5 допрашивать
допрашиватьнесов ἀνακρίνω, ἐξετά· \допрашивать· свидетелей ἐξετάζω τους μάρτυρες· обвиняемого ἀνακρίνω τόν κατηγο-)μενο. -
6 допросить
-прошу, -просишь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -прошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.ανακρίνω, εξετάζω•допросить обвиняемого ανακρίνω τόν κατηγορούμενο.
1. επίμονα ρωτώ να μάθω, διερωτω, ψιλορωτώ, ξεψαχνίζω.2. πετυχαίνω με παρακλήσεις•у него не -просишься όσο και να τον ρωτήσεις δεν του βγάζεις τίποτε.
-
7 опросить
-ошу, -осиль, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опрошенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ. ερωτώ•опросить население ερωτώ τον πληθυσμό (για διαπίστωση).
|| ανακρίνω, εξετάζω•опросить сви-дтелей ανακρίνω τους μάρτυρες.
|| (για μαθητές) εξετάζω, σηκώνω. || παλ. ερωτώ εξονυχιστικά. -
8 передопросить
-прошу, -просишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передопрошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.ανακρίνω ξανά.(απλ.) ανακρίνω όλους ή πολλούς. -
9 опрашивать
1. (с целью получения каких-л. сведений) ρωτώ, επερωτώ 2. юр. ανακρίνω 3. (для проверки знаний) εξετάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опрашивать
-
10 расследовать
1. (подвергать рассмотрению, изучению, исследованию) εξετάζω, ερευνώ 2. (производить следствие) ανακρίνω, διενεργώ ανάκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расследовать
-
11 допрос
допросм ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἐξέταση [-ις]:\допрос свидетелей ἡ ἐξέταση τῶν μαρ->ων перекрестный \допрос ἡ ἀντεξέταση, ἀνάκριση ὑπό τοῦ ἀντιδίκου· подвер-ь \допросу ἀνακρίνω, ὑποβάλλω σέ ἀνάίση. -
12 опрашивать
опрашиватьнесов ἐρωτῶ / юр. ἀνακρίνω, ἐξετάζω:\опрашивать население κάνω Ερευνα στον πληθυσμό· \опрашивать свидетелей ἐξετάζω τους μάρτυρες. -
13 расследовать
расследоватьсов и несов ἐξετάζω, ἐρευνῶ/ юр. ἀνακρίνω. -
14 снимать
сниматьнесов1. βγάζω, ἀφαιρώ; \снимать шля́пу βγάζω τό καπέλλο· \снимать чулки ξε-καλτσώνομαι· \снимать ботинки ξεπαπουτσώνο-μαι· \снимать платье βγάζω τό φόρεμα μου· \снимать засо́в ξεμανταλώνω· \снимать пену παίρνω τόν ἀφρό, ξαψρίζω· \снимать сли́вки βγάζω τήν κρέμα, παίρνω τό καΐμάκν \снимать корабль с мели βγάζω (или τραβώ) τό καράβι ἀπό τήν ξέρα·2. (урожай и т. ἡ.) σοδιάζω, μαζεύω, συγκομίζω·3. (воспроизводить, скопировать):\снимать копию παίρνω (или βγάζω) ἀντίγραφο· \снимать мерку с кого-л., с чего-л. παίρνω τά μέτρα·4. (делать снимки) φωτογραφώ, φωτογραφίζω, βγάζω κάποιον φωτογραφία:\снимать фильм γυρίζω ταινία·5. (нанимать\сниматьо квартире и т. ἡ.) μισθώνω, (έ)νοικιάζω·6. (отменять) λύνω, αίρω:\снимать осаду λύνω τήν πολιορκία· \снимать блокаду αίρω τόν ἀποκλεισμό· \снимать арест с чего́-л. αίρω τήν κατάσχεση· \снимать вопрос с повестки дня ἀποσύρω τό ζήτημα ἀπ' τήν ἡμερήσια διάταξη· \снимать свое предложение ἀποσύρω τήν πρόταση μου·7. (освобождать, лишать) ἀπολύω, παύω:\снимать с работы παύω ἀπ' τή δουλειά, ἀπολύω ἀπ' τή δουλειά· ◊ \снимать с учета διαγράφω κάποιον· с себя ответственность ἀπαλλάσσομαι ἀπ' τήν εὐθύνη· \снимать с кого-л. показания юр. ἀνακρίνω κάποιον, παίρνω κατάθεση· как рукой сняло́ разг πέρασε ὁλότελα. -
15 допрашивать
[νταπράσυβατ'] ρ. ανακρίνω -
16 опрашивать
[απράσυβατ"/] ρ. ερωτώ, ανακρίνω, εξετάζω -
17 допрашивать
[νταπράσυβατ'] ρ ανακρίνω -
18 опрашивать
[απράσυβατ"] ρ ερωτώ, ανακρίνω, εξετάζω -
19 допрос
-а α.ανάκριση, εξέταση•допрос свид- телей εξέταση μαρτύρων•
вызывать на допрос καλώ για ανάκριση•
сделать кому допрос ανακρίνω κάποιον•
подвергнуть -у υποβάλλω σε ανάκριση•
перекрстный допрос αντεξέταση.
|| διερώτηση, εξονυχιστική ερώτηση. -
20 доследовать
-дую, -дуешьρ.σ.μ.ανακρίνω, εξετάζω συμπληρωματικά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανακρίνω — ανακρίνω, ανέκρινα (σπάν. ανάκρινα) βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνακρίνω — ἀνακρί̱νω , ἀνακρίνω examine closely aor subj act 1st sg ἀνακρί̱νω , ἀνακρίνω examine closely pres subj act 1st sg ἀνακρί̱νω , ἀνακρίνω examine closely pres ind act 1st sg ἀνακρί̱νω , ἀνακρίνω examine closely aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρίνω — (Α ἀνακρίνω) (ως δικανικός όρος) εξετάζω κάποιον υποβάλλοντας του συνεχείς ερωτήσεις για να εξακριβώσω την αλήθεια αρχ. 1. εξετάζω, ερευνώ για την εύρεση τής αλήθειας 2. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω άρχοντες για να διαπιστώσω την ικανότητα, την … Dictionary of Greek
ἀνακρινῶ — ἀνακρῐνῶ , ἀνακρίνω examine closely aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀνακρῐνῶ , ἀνακρίνω examine closely fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρίνω — κρινα, κρίθηκα, κριμένος, με ερωτήσεις προσπαθώ να εξακριβώσω την αλήθεια: Ανακρίθηκε κοντά τρεις ώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακεκριμένου — ἀνακρίνω examine closely perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακρῖναι — ἀνακρίνω examine closely aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακέκριται — ἀνακρίνω examine closely perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακρίνῃ — ἀνακρί̱νῃ , ἀνακρίνω examine closely aor subj mid 2nd sg ἀνακρί̱νῃ , ἀνακρίνω examine closely aor subj act 3rd sg ἀνακρί̱νῃ , ἀνακρίνω examine closely pres subj mp 2nd sg ἀνακρί̱νῃ , ἀνακρίνω examine closely pres ind mp 2nd sg ἀνακρί̱νῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανακρίνω — προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely aor subj act 1st sg προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely pres subj act 1st sg προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely pres ind act 1st sg προσανακρί̱νω , πρόσ ἀνακρίνω examine closely… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακρίνετε — ἀνακρί̱νετε , ἀνακρίνω examine closely aor subj act 2nd pl (epic) ἀνακρί̱νετε , ἀνακρίνω examine closely pres imperat act 2nd pl ἀνακρί̱νετε , ἀνακρίνω examine closely pres ind act 2nd pl ἀνακρί̱νετε , ἀνακρίνω examine closely imperf ind act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)