Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ανακατεύω

  • 101 скатать

    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω, μαζεύω ρολό•

    скатать ковры περιτυλίγω τα χαλιά.

    2. περικυλώ, κουλουριάζω•

    скатать снежок κουλουριάζω το χιόνι.

    3. (για μαλλιά) περιπλέκω, ανακατεύω.
    4. γναφεύω υφάσματα, (συμ)πιλώ.
    5. πηγαινοέρχομαι.
    6. (απλ.) αντιγράφω από άλλον (μαθήματα).
    περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > скатать

  • 102 топтать

    топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ,δ.μ.
    1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•

    топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.

    || λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•

    топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    || (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.
    2. πατώ•

    раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.

    || μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.
    3. πιέζω, θλίβω•

    топтать виноград πατώ τα σταφύλια.

    || ανακατεύω•

    топтать глину πατώ τον πηλό.

    4. βλ. спариться:
    εκφρ.
    топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).
    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.
    2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.
    3. πιέζομαι, θλίβομαι.
    4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.
    5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.
    εκφρ.
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι).

    Большой русско-греческий словарь > топтать

  • 103 amalgamer

    1) αναμιγνύω
    2) ανακατεύω
    3) αναμιγνύομαι

    Dictionnaire Français-Grec > amalgamer

  • 104 battre

    1) ανακατεύω
    2) δέρνω
    3) κοπανίζω
    4) νικώ
    5) καταρρίπτω

    Dictionnaire Français-Grec > battre

  • 105 brasser

    1) ανακατεύω
    2) ζυμώνω
    3) πλάθω

    Dictionnaire Français-Grec > brasser

  • 106 brouiller

    1) ανακατεύω
    2) θαμπώνω

    Dictionnaire Français-Grec > brouiller

  • 107 slučovat

    1) ανακατεύω
    2) αναμιγνύω
    3) ενώνω
    4) συγχωνεύω
    5) συνδυάζω

    Česká-řecký slovník > slučovat

  • 108 smíchat

    1) ανακατεύω
    2) λιώνω
    3) συνδυάζω

    Česká-řecký slovník > smíchat

  • 109 smísit

    1) ανακατεύω
    2) συνδυάζω

    Česká-řecký slovník > smísit

  • 110 churn

    1) ανακατεύω
    2) κάδος
    3) καρδάρα
    4) ταράζω

    English-Greek new dictionary > churn

  • 111 mix

    1) ανακατεύω
    2) ανακατώνω
    3) αναμιγνύω
    4) μίγμα

    English-Greek new dictionary > mix

  • 112 muddle

    1) ανακατεύω
    2) μπερδεύω
    3) συγχέω

    English-Greek new dictionary > muddle

  • 113 stir

    1) αναδεύω
    2) ανακατεύω
    3) κινούμαι
    4) κινώ

    English-Greek new dictionary > stir

  • 114 mieszać

    1) ανακατεύω
    2) μίγμα
    3) μπερδεύω

    Słownik polsko-grecki > mieszać

См. также в других словарях:

  • ανακατεύω — ανακατεύω, ανακάτεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: ανακατεύω, ανακατεύομαι – ανακατώνω, ανακατώνομαι : έχουν σχεδόν την ίδια σημασία, αλλά το ανακατώνω, ομαι απαντάται κυρίως στον απλό προφορικό λόγο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατεύω — ανακατώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκατος. ΠΑΡ. ανακάτεμα, ανακατεμός, ανακάτευτος, ανακατευτός, ανακάτεψη] …   Dictionary of Greek

  • ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφύρω — ανακατεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • επικεράννυμι — ἐπικεράννυμι (Α) ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • καταφυρώ — καταφυρῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυρώ) ζυμώνω, ανακατεύω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυρῶ «ζυμώνω, ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • περικυκώ — άω, Μ αναμιγνύω τα πάντα, ανακατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • περιφύρω — Α αναμιγνύω, ανακατεύω άτακτα και ασυλλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φύρω «ανακατεύω, μολύνω»] …   Dictionary of Greek

  • πηλοδευστώ — έω, Α παρασκευάζω πηλό, ανακατεύω λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + δευστῶ (< δεύστης < δεύω «αναμιγνύω, ανακατεύω»)] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιμ(ε)ίγνυμι — ΜΑ ανακατεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω, ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»