-
1 нахальный
-
2 дерзкий
дерзк||ийприл1. (непочтительный, наглый) θρασύς, αὐθάδης, ἀναιδής, προ-πέτης:\дерзкий ответ ἡ ἀναιδής ἀπάντηση· \дерзкийая выходка ἡ αὐθάδεια· \дерзкий мальчишка τό παληόπαιδο·2. (смелый) τολμηρδς, ριψοκίνδυνος. -
3 беззастенчивый
беззастенчив||ыйприл ἀδιάντροπος, ἀναιδής, Ιταμός. -
4 бессовестный
бессо́вестн||ыйприл1. (нечестный) ἄτιμος, ἀσυνείδητος;2. (наглый) ἀφιλότιμος, ἀναιδής. -
5 бесстыдник
бесстыд||никм ὁ ἀδιάντροπος, ὁ ἀναιδής. -
6 бесстыдный
бесстыд||ныйприл ἀδιάντροπος, ἀναιδής, ἀναίσχυντος, αίσχρός. -
7 бесцеремонный
бесцеремонн||ыйприл ξετσίπω-τος, ἀναιδής. -
8 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
9 наглец
нагл||ецм ὁ θρασύς, ὁ αὐθάδης, ὁ ἀναιδής, ὁ ξετσίπωτος. -
10 нахал
нахалм ὁ αὐθάδης, ὁ πρσπέτης, ὁ ἀναιδής, ὁ ἀδιάντροπος. -
11 нахальный
нахал||ьныйприл αὐθάδης, θρασύς, ἀναιδής. -
12 непочтительный
непочтительныйприл ἀσεβης, ἀναιδής, ἀνευλαβής. -
13 нескромный
нескромн||ыйприл1. ὁ μή μετριόφρων, ἀσεμνος·2. (неделикатный) ἀδιάκριτος:\нескромныйый вопрос ἡ ἀδιάκριτη ἐρώτηση·3. (неприличный) ὁ ἀναιδής, ὁ ἀναίσχυντος, ὁ ἀδιάντροπος. -
14 хам
хамм бран. ὁ ἀναιδής, ὁ χοντράνθρωπος. -
15 хамский
хам||скийприл разг ἀναιδής, ἀγροΐ-κος. -
16 беззастенчивый
[μπιζζαστιέντσιβυΐ] εκ. αναιδής -
17 дерзкий
[ντιέρσκιΐ] εκ. αναιδής -
18 нажал
[ναχάλ] ουσ. α αυθάδης, αναιδής -
19 нажал
[ναχάλ] ουσ. α αυθάδης, αναιδής -
20 нахальный
[ναχάλ’νυΐ] εκ. αυθάδης, αναιδής
См. также в других словарях:
ἀναιδής — shameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… … Dictionary of Greek
αναιδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αδιάντροπος, θρασύς: Τον τελευταίο καιρό έγινε πολύ αναιδής ο νέος αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιδῆ — ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀναιδής shameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀναιδής shameless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδέστερον — ἀναιδής shameless adverbial comp ἀναιδής shameless masc acc comp sg ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεστάτων — ἀναιδής shameless fem gen superl pl ἀναιδής shameless masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεστέρων — ἀναιδής shameless fem gen comp pl ἀναιδής shameless masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεστέρως — ἀναιδής shameless masc acc comp pl (doric) ἀναιδής shameless comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεῖ — ἀναιδής shameless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναιδής shameless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδεῖς — ἀναιδής shameless masc/fem acc pl ἀναιδής shameless masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδέα — ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀναιδής shameless masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)