-
1 αναθεωρώ
[анатэоро] р. пересматривать, проверять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναθεωρώ
-
2 пересматривать
-
3 переоценивать
1. (завышать оценку) υπερεκτιμώ, υπερτιμώ 2. (пересматривать оценку) αναθεωρώ, επανεκτιμώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переоценивать
-
4 пересматривать
1. (осматривать, просматривать заново) αναθεωρώ,επανεξετάζω 2 (посмотреть всё) βλέπωόλα/τα πάντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересматривать
-
5 пересматривать
пересматриватьнесов (рассматривать заново) ἀναθεωρώ, ἐπανεξετάζω:\пересматривать приговор ἐπανεξετάζω τήν ἀπόφαση δικαστηρίου. -
6 ревизовать
ревизоватьсов и несов1. (обследовать) ἐλέγχω, ἐπιθεωρώ:\ревизовать кассу ἐλέγχω τό ταμείο·2. (пересматривать) ἀναθεωρώ. -
7 отступить
-уйлю, -упишь,επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.
2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).
3. κάμπτομαι• λυγίζω•отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•
отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•
отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.
|| παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•
отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•
-от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.
4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•от правила παραβαίνω τον κανόνα•
отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
5. αρχίζω με νέα παράγραφο.1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ. -
8 пересмотреть
-мотрго, мотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересмотренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ξανακοιτάζω•я -л все книги, но нужной не нашл ξανακοίταξα όλα τα βιβλία, όμως αυτό που ήθελα δεν το βρήκα.
2. επανεξετάζω, αναθεωρώ•пересмотреть вопрос επανεξετάζω το ζήτημα.
3. κοιτάζω, βλέπω (όλους, πολλούς). -
9 перетряхнуть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетряхнутый, βρ: -нут, -а, -оτινάζω•-одежду τινάζω τα ενδύματα.
|| μτφ. αναθεωρώ, επανεξετάζω. -
10 ревизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ревизованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. ελέγχω• επιθεωρώ.2. αναθεωρώ.
См. также в других словарях:
αναθεωρώ — αναθεωρώ, αναθεώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναθεωρώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ερευνώ κάτι επιμελέστερα, ξαναεξετάζω, για να τροποποιήσω: Αναθεωρήθηκαν οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. 2. τροποποιώ προηγούμενες σκέψεις ή αποφάσεις μου: Τα πολιτικά κόμματα τα τελευταία χρόνια αναθεώρησαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναθεωρῶ — ἀναθεωρέω examine carefully pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναθεωρέω examine carefully pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθεωρητής — ο αυτός που αναθεωρεί, που εξετάζει για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρώ. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον πληθυντικό (ἀναθεωρηταί*) από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1830. ΠΑΡ. αναθεωρητικός] … Dictionary of Greek
αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] … Dictionary of Greek
αναπολώ — ( έω) (Α ἀναπολῶ και ποιητ. ἀμπολῶ) επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναλογίζομαι αρχ. 1. αναστρέφω το χώμα με άροτρο, οργώνω 2. επαναλαμβάνω, αναθεωρώ 3. σκέπτομαι, σταθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πολῶ «αναστρέφω». ΠΑΡ. αναπόληση( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αναριθμώ — ( έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, έομαι) νεοελλ. αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ αρχ. 1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι 2. αναθεωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριθμώ. ΠΑΡ. αναρίθμητος] … Dictionary of Greek
ανεπισκέπτομαι — (Μ ἀνεπισκέπτομαι) νεοελλ. επισκέπτομαι εκ νέου μσν. αναθεωρώ … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… … Dictionary of Greek