-
1 αναθεωρητικούς
η, ό[ν]1) ревизионный;αναθεωρητικούςή βουλή — парламент, созванный для изменения конституции;
αναθεωρητικούςό δικαστήριο — кассационный военный суд;
2) ревизионистский
См. также в других словарях:
Γκότα — (Gotha).Πόλη (47.900 κάτ. το 2002) της Γερμανίας στην περιοχή της Ερφούρτης, πρωτεύουσα του παλιού δουκάτου του Σαξ Κοβούργου Γκότα στους πρόποδες του όρους Τιρίνγκερβαλντ. Οι ασφαλιστικές τράπεζες και η εμπορική σχολή της πόλης της είχαν… … Dictionary of Greek