Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αναθεματούρι

  • 1 αναθεματούρι

    το проклятое место (куча камней на месте совершения преступления, брошенных прохожими со словами «анафема»)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναθεματούρι

  • 2 ανάθεμα

    τό
    1) анафема, отлучение от церкви; 2) проклятие, анафема;

    άς πάει στ· ανάθεμα! — будь он проклят!;

    ανάθεμα σε! будь ты проклят!;

    ανάθεμα την ώρα πού...! — будь проклят час, когда...!;

    ανάθεμα με κν· αν καταλαβαίνω τίποτε! будь я проклят, если я что-нибудь понимаю!;
    2) см. αναθεματούρι

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάθεμα

См. также в других словарях:

  • αναθεματούρι — αναθεματούρι, το και ανάθεμα, το σωρός από πέτρες που σχηματίζεται κάπου και στον οποίο κάθε διαβάτης ρίχνει τη δική του πέτρα προφέροντας τις λέξεις: «ανάθεμα στον τάδε» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθεματούρι — το το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες τού αναθέματος, ο τόπος τού αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα τού αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + ούρι] …   Dictionary of Greek

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • αναθεματιστής — ο (θηλ. ίστρια και ίστρα) 1. αυτός που αναθεματίζει, που καταριέται ή αφορίζει 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) η αναθεματίστρα το αναθεματούρι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον οικονομολόγο Ιωάννη Σούτζο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»