Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αναδρομική

  • 1 αναδρομικός

    η, ό[ν]
    1) идущий назад, к старому; регрессивный; ретроспективный; 2) возвратный; 3) юр. ретроактивный, имеющий обратное действие, обратную силу;

    αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;

    § αναδρομικοί ιχθύες — рыбы, поднимающиеся для метания икры вверх по течению рек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναδρομικός

  • 2 ισχύς

    (-ύος) η
    1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;

    οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;

    η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;

    στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;

    2) влияние, могущество;
    3) юр. действие, действительность; законность, сила;

    ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;

    τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;

    η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;

    θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);

    αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;

    4) физ. мощность;

    κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;

    ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ισχύς

См. также в других словарях:

  • αναδρομικότητα — Η ισχύς ενός νόμου σε σχέσεις οι οποίες προϋπήρξαν της έκδοσής του. Ο νόμος κανονικά δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί ο νομοθέτης να δώσει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένο νόμο ή σε ορισμένες διατάξεις του. * * * η το να… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • αναδρομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω: Η κίνηση προς τα πίσω λέγεται αναδρομική. 2. αυτός που ισχύει και για προηγούμενο χρόνο: Ο νόμος που ψηφίστηκε έχει αναδρομική ισχύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Constantine Andreou — This article is about the painter and sculptor. For the musician, see Costas Andreou. Constantine Andreou Born March 24, 1917 São Paulo, Brazil …   Wikipedia

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • ινδικτιών — Δεκαπενταετής χρονικός κύκλος, που αποτελούσε βασική χρονολογική μονάδα για το Βυζάντιο και τη Δύση έως το τέλος του Μεσαίωνα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική indictio, που σήμαινε έκτακτη εισφορά. Από τον Σεπτίμιο Σεβήρο έως τον Καρίνο, η ι.… …   Dictionary of Greek

  • οπισθενέργεια — η ενέργεια που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομική ισχύς, αναδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση τού ιταλ. retroattivita. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»