-
1 αναδρομικός
η, ό[ν]1) идущий назад, к старому; регрессивный; ретроспективный; 2) возвратный; 3) юр. ретроактивный, имеющий обратное действие, обратную силу;αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
§ αναδρομικοί ιχθύες — рыбы, поднимающиеся для метания икры вверх по течению рек
-
2 ισχύς
(-ύος) η1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;
η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;
στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;
2) влияние, могущество;3) юр. действие, действительность; законность, сила;ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;
τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;
η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;
θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);
αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;
4) физ. мощность;κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;
ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт
См. также в других словарях:
αναδρομικότητα — Η ισχύς ενός νόμου σε σχέσεις οι οποίες προϋπήρξαν της έκδοσής του. Ο νόμος κανονικά δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί ο νομοθέτης να δώσει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένο νόμο ή σε ορισμένες διατάξεις του. * * * η το να… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek
αναδρομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω: Η κίνηση προς τα πίσω λέγεται αναδρομική. 2. αυτός που ισχύει και για προηγούμενο χρόνο: Ο νόμος που ψηφίστηκε έχει αναδρομική ισχύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Constantine Andreou — This article is about the painter and sculptor. For the musician, see Costas Andreou. Constantine Andreou Born March 24, 1917 São Paulo, Brazil … Wikipedia
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
ινδικτιών — Δεκαπενταετής χρονικός κύκλος, που αποτελούσε βασική χρονολογική μονάδα για το Βυζάντιο και τη Δύση έως το τέλος του Μεσαίωνα. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική indictio, που σήμαινε έκτακτη εισφορά. Από τον Σεπτίμιο Σεβήρο έως τον Καρίνο, η ι.… … Dictionary of Greek
οπισθενέργεια — η ενέργεια που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομική ισχύς, αναδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση τού ιταλ. retroattivita. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek