-
1 αναίσθητος
[анэсгитос] εκ. лишившийся чувств, безразличный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναίσθητος
-
2 чувство
чувство с в разн. знач. το αίσθημα; \чувство долга η συνείδηση του καθήκοντος; без чувств αναίσθητος; лишиться чувств λιποθυμώ· привести в \чувство συνεφέρνω* * *с в разн. знач.το αίσθημαчу́вство до́лга — η συνείδη ση του καθήκοντος
лиши́ться чувств — λιποθυμώ
привести́ в чу́вство — συνεφέρνω
-
3 черствый
черств||ыйприл1. μπαγιάτικος:\черствыйый хлеб τό μπαγιάτικο ψωμί·2. перен σκληρός, ἀναίσθητος:\черствыйый человек ὁ σκλη-ρόκαρδος, ὁ ἀναίσθητος. -
4 бесчувственный
бесчувственный 1) αναίσθη τος 2) (жестокий) άσπλαχνος, σκληρόκαρδος* * *1) αναίσθητος2) ( жестокий) άσπλαχνος, σκληρόκαρδος -
5 апатичный
апатичныйприл ἀπαθής, ἀναίσθητος, ἀδιάφορος. -
6 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε. -
7 бездушный
безду́ш||ныйприл ἀδιάφορος (безразличный)/άπονος, ἀκαρδος, ἀναίσθητος (бессердечный, бесчувственный). -
8 бесстрастный
бесстраст||ныйприл ἀπαθής, ἀναίσθητος. -
9 бесчувственный
бесчу́вств||енныйприл1. (лишившийся чувств) ἀναίσθητος;2. (бессердечный) ἀκαρδος, σκληρόκαρδος, ἄσπ-λα(γ)χνος. -
10 замертво
замертвонареч:упасть \замертво πέφτω ἀναίσθητος, πέφτω ξερός. -
11 каменный
каменн||ыйприл1. λίθινος, πέτρινος:\каменныйая кладка стр. ἡ λιθοδομή, τό χτίσιμο, ἡ τοιχοποιία· \каменныйая плита ἡ πέτρινη πλάκά2. перен (неподвижный, застывший) πέτρινος, ἀπολιθωμένος:\каменныйое лицо́ τό πρόσωπο σάν πέτρα·3. перен (бессердечный) σκληρός, ἀναίσθητος:\каменныйое сердце ὁ σκληρόκαρδος, ἡ σκληρή καρδιά· ◊ \каменныйая соль τό ὁρυχτό ἀλάτι, τό ὁρυκτό ἄλας· \каменный уголь τό πετροκάρβουνο, ὁ λιθάνθραξ· \каменный век археол. ἡ λιθίνη ἐποχή· \каменныйая болезнь ἡ λιθίαση [-ις]· \каменный мешок τό μπουντρούμι· как за \каменныйой стеной ἐν πλήρει ἀσφαλεία. -
12 невосприимчивостьый
невосприимчивость||ыйприл ἀνεπίδεκτος, ἀναίσθητος / ἄνοσος (к болезням). -
13 нечувствительный
нечувстви́тельн||ыйприл прям., перен ἀναίσθητος, μή εὐαίσθητος, πού δέν αίσθάνεται. -
14 отупелый
отупе||лыйприл ἀναίσθητος, ἀποβλακωμένος, ἀποκτηνωμένος:\отупелыйвзгляд τό ἡλί-θιο βλέμμα \отупелыйние с ἡ ἀποκτήνοση, ἡ ἀποβλάκωση, ἡ ἀναιθησία. -
15 очерствелый
очерстве||лыйприл σκληρός, σκληρό-καρδος, πεπωρωμένος, ἀναίσθητος. -
16 равнодушный
равноду́ш||ныйприл ἀδιάφορος, ψυχρός (безразличный)! ἀπαθής (апатичный)/ ἀναίσθητος (бесчувственный). -
17 толстокожий
толсто||кожийприл1. χοντρόφλουδος (о фруктах)/ παχύδερμος (о животных)·2. перен (о человеке) ἀναίσθητος, παχύδερμος. -
18 апатичный
[απατίτσνυΐ] επ. απαθής, αναίσθητος -
19 бездушный
[μπιζντούσνυΐ] εκ. αναίσθητος -
20 бесчувственный
[μπιστσουστβιννυϊ] επ. αναίσθητος
См. также в других словарях:
ἀναίσθητος — without sense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… … Dictionary of Greek
αναίσθητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του: Ήταν για κάμποση ώρα αναίσθητος. 2. απαθής, αδιάφορος, ανάλγητος: Αναίσθητος όπως είναι, δεν καταλαβαίνει τις προσβολές που του κάνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναισθητότερον — ἀναίσθητος without sense adverbial comp ἀναίσθητος without sense masc acc comp sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητοτέρων — ἀναίσθητος without sense fem gen comp pl ἀναίσθητος without sense masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητότατα — ἀναίσθητος without sense adverbial superl ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητότατον — ἀναίσθητος without sense masc acc superl sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθήτως — ἀναίσθητος without sense adverbial ἀναίσθητος without sense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίσθητον — ἀναίσθητος without sense masc/fem acc sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητοτάτου — ἀναίσθητος without sense masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθητοτέρους — ἀναίσθητος without sense masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)