-
1 ανήθικος
[анитикос] εκ. распущенный, аморальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανήθικος
-
2 аморальный
ανήθικος, χωρίς ηθικές αρχές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аморальный
-
3 безнравственный
-
4 позорный
-
5 забубённый
επ. (απλ.) ακόλαστος, διεφθαρμένος, ανήθικος• άσωτος. || αφελής• τολμηρός.εκφρ.- ая голова – ανήθικος άνθρωπος. -
6 аморальный
аморальн||ыйприл ἀνήθικος. -
7 безнравственный
безнра́вственн||ыйприл ἀνήθικος. -
8 аморальный
[αμαράλ'νυϊ] επ. ανήθικος -
9 безнравственный
[μπιζνράβστβιννυϊ] επ. ανήθικος -
10 аморальный
[αμαράλ'νυϊ] επ ανήθικος -
11 безнравственный
[μπιζνράβστβιννυϊ] επ ανήθικος -
12 аморальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноανήθικος, ο ξεπεσμένος ηθικά, χωρίς ηθικές αρχές. -
13 безнравственный
επ., βρ: -нен, к. –венен, -венна, -венно;ανήθικος, αντιηθικός•-ая книга ανήθικο βιβλίο.
-
14 беспутный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάσκοπος, άσκεπτος.и παραστρατημένος, έκλυτος, ανήθικος•-ая женщина παραστρατημένη γυναίκα.
-
15 грязный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно.1. λασπώδης, λασπωμένος, βορβορώδης•грязный двор λασπωμένη αυλή.
2. ακάθαρτος, λερωμένος, ρυπαρός, μουρντάρικος•-ые руки λερωμένα χέρια•
-ая работа ακάθαρτη δουλειά.
3. цтф• βρωμερός, απεχθής, αχρείος, ανήθικος•-ое дело βρωμερή υπόθεση, βρωμοδουλειά•
-ая личность βρωμερό πρόσωπο (άνθρωπος), μούτρο.
4. για τα άχρηστα, των αχρήστων•-ое ведро κάλαθος των αχρήστων, σκουπιδοτενεκές.
εκφρ.рыться ή копаться в -ом белье чьем – κουτσομπολεύω κάποιον, βγάζω τα μυστικά του. -
16 гулевой
επ. (διαλκ.).1. μη εργάσιμος, της αργίας•-ые дни μέρες αργίας.
|| ακαλλιέργητος, αχρησιμοποίητος.2. ανήθικος, έκλυτος. -
17 дурной
επ., βρ: дурен к. απλ. дурн, дурна, -но.1. κακός, άσχημος, απεχθής, αποκρουστικός•дурной почерк άσχημος γραφικός χαρακτήρας•
дурной зипах άσχημη μυρουδιά, κακοσμία•
-ые привычки κακές συνήθειες•
-ые манеры άσχημοι τρόποι συμπεριφοράς.
2. αισχρός, ανήθικος•дурной поступок κακή διαγωγή•
дурной человек αισχρός άνθρωπος•
-ая женщина αισχρή γυναίκα•
-ые наклонности κακές κλίσεις (τάσεις).
3. δυσάρεστος•-ая примета κακό σημάδι•
-бе настроение κακή διάθεση•
дурной сон άσχημο όνειρο•
-ые вести κακά μαντάτα•
-ое предчувствие κακή προαίσθηση.
4. δυσειδής, κακόμορφος, δΰσμορφος• ασχημομούρης,5. κουτός, βλάκας.εκφρ.кричать (визжать, вскрикивать – κ.τ.τ.) -ым голосом βγάζω στρίγγλες φωνές•не будь дурн (дурна) – μην είσαι |κουτός•- ая болезнь – αφροδίσιο νόσημα. -
18 забулдыга
-и α. (απλ.) άνθρωπος ανήθικος, έκδοτος, έκλυτος, έκφυλος. -
19 забулдыжный
επ. (απλ.) ανήθικος, έκφυλος, έκλυτος, έκδοτος. -
20 имморальный
επ., βρ: -лен, льна-льно ανήθικος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανήθικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ηθικές αρχές, που δεν ακολουθεί τον ηθικό νόμο 2. αυτός που παρουσιάζει ανάρμοστη ερωτική συμπεριφορά, άτομο με ελεύθερα ήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία από τον… … Dictionary of Greek
ανήθικος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί με τους κανόνες της ηθικής ή αυτός που δεν έχει ηθική: Η συμφωνία αυτή είναι ανήθικη. – Πιο ανήθικο άνθρωπο απ αυτόν δε γνώρισα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… … Dictionary of Greek
Ταρτούφος — ο, Ν 1. ήρωας ομώνυμης κωμωδίας τού Μολιέρου, ενσάρκωση τής κακίας και τής υποκρισίας 2. ως προσηγ. α) άνθρωπος ανήθικος ο οποίος μιλά συνεχώς για την ηθική προκειμένου να εξαπατά έτσι τους αφελείς β) υποκριτής και ψευδευλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ … Dictionary of Greek
αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… … Dictionary of Greek
αισχρουργός — όν (Α αἰσχρουργός) αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης μσν. (για πράξεις) ανήθικος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + εργὸς < ἔργον. ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ] … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek
αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] … Dictionary of Greek
αλιτρόβιος — ἀλιτρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει βίο αμαρτωλό, ανόσιος, ανήθικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτρός + βίος] … Dictionary of Greek
αμοραλισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δεν αναγνωρίζει το κύρος του ηθικού νόμου και διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει ηθική με αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια. H γαλλική λέξη amoral, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποδηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να κριθεί καλός ή… … Dictionary of Greek
ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… … Dictionary of Greek