-
1 ανέβασμα
τό1) см. ανεβασιά 1, 2; 2) повышение (тж. перен.), увеличение, рост;ανέβασμα των εσόδων — повышение доходности;
ανέβασμα της φωνής — повышение голоса;
3) выдвижение, повышение (в должности и т. п.); продвижение на более высокую ступень (о человеке);4) подъём, восхождение; 5) подъём, дорога в гору; 6):κόπηκε το ανέβασμα τού ψωμιού ο) — хлеб не поднялся (в печи); — б) тесто не подошло;
7) театр, постановка -
2 ανέβασμα
çıkma, çıkış -
3 ανέβασμα
afflux -
4 yükseltme
ανέβασμα, ανύψωση -
5 возвышение
-
6 постановка
постановка ж театр, η σκηνοθεσία, το ανέβασμα (θεατρικού έργου)* * *ж театр.η σκηνοθεσία, το ανέβασμα (θεατρικού έργου) -
7 повышение
повышениес1. (высокое место) ἡ ὕψωση, τό ἀνέβασμα·2. (увеличение) ἡ αὐξηση [-ις]:\повышение производительности труда τό ἀνέβασμα τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \повышение цен ἡ ὕψωση [-ις] τῶν τιμῶν3. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβα-σμός:он получил \повышение πήρε προαγωγή, πήρε προβιβασμό. -
8 подъем
подъемм1. (поднятие) ἡ ἄρση [-ις] (грузов) I ἡ ὕψωση [-ις] (флага)·2. (восхождение) ἡ ἀνοδος, ἡ ἀνάβαση [-ις], τό ἀνέβασμα·3. (горы) ὁ ἀνήφορος:крутой \подъем ὁ ἀπότομος ἀνήφορος·4. (рост, развитие) ἡ ἄνοδος, τό ἀνέβασμα, ἡ ἀνάπ-τυξη [-ις]:\подъем промышленности ἡ ἄνοδος τής βιομηχανίας·5. воен. (побудка) τό ἐγερτήριο[ν]·6. (воодушевление) ἡ ἐξαρση[-ις], ὁ ἐνθουσιασμός:говорить с \подъемом μιλώ μέ ἐνθουσιασμό·7. (ноги) ἡ καμάρα·8. (воды в реке) ἡ ἀνύψωση [-ις] (του νεροῦ), τό φούσκωμα· ◊ быть легким на \подъем εἶμαι εὐκίνητος, εἶμαι σβέλτος· быть тяжелым на \подъем εἶμαι βραδυκίνητος, εἶμαι ἀδρανής. -
9 постановка
1. (напр. вопроса, голоса и т.п.) η τοποθέτηση(напр. задачи) η διατύπωση2. (организация чего-л) η οργάνωση 3. театр. το ανέβασμα, η παράσταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постановка
-
10 взлет
взлетм1. ἡ πτήση [-ις], τό πέταγμα/ ἡ ἀπογείωση (самолета)·2. перен ἡ ἀνύψωση [-ις], τό ἀνέβασμα, τό πέταγμα. -
11 возведение
возведениес1. (сооружения) ἡ ἀνέ-γερση [-ις], ἡ ὁακοδόμηση [-ις]:\возведение стены ἡ ἀνέγερση τοίχου·2. (в сан, в должность) ἡ ἀπονομή τίτλου, ἡ προαγωγή, ὁ προβιβασμός, τό ἀνέβασμα·3. мат ἡ ὕψωση:\возведение в квадрат (в куб) ἡ ὕψωση εἰς τό τετράγωνο[ν] (είς τόν κῦβο[ν])· ◊ \возведение на престол ἡ ἐνθρόνιση [-ις]. -
12 возвышение
возвышениес1. (действие) τό ἀνέβασμα, ἡ ὕψωση, ἡ ἀνύψωση [-ις]·2. (возвышенное место) τό ὑψωμα. -
13 восхождение
восхождениес τό ἀνέβασμα, ἡ ἀνάβαση[-ις], ἡ ἄνοδος. -
14 набавка
набав||каж ἡ προσαύξηση, ἡ αὐξηση, τό ἀνέβασμα. -
15 неуклонный
неуклонныйприл σταθερός, ἀπαρέγκλιτος:\неуклонный рост благосостояния τό σταθερό ἀνέβασμα τής εὐημερίας. -
16 поднятие
поднятиес1. τό σήκωμα, ἡ ὕψωση [-ις]:голосовать \поднятием руки́ ψηφίζω δἰ ἀνατάσεως τής χειρός· \поднятие занавеса τό ἀνοιγμα τής αὐλαίας· \поднятие тяжестей спорт. τό σήκωμα (или ἡ ἄρσις) βαρών2. перен (повышение, увеличение) ἡ αὔξηση [-ις], ἡ ἀνύψωση [-ις] / ἡ ὕψωση [-ις], τό ἀνέβασμα (цен). -
17 постановка
постановкаж театр. ἡ σκηνοθεσία, τό ἀνέβασμα, ἡ παράσταση [-ις]· ◊ \постановка вопроса ἡ τοποθέτηση (или τό βάλσιμο) τοῦ ζητήματος· \постановка дела ἡ ὁργάνωση τής δουλειδς· \постановка голоса ἡ τοποθέτηση τής φωνής· \постановка пальцев ἡ δακτυλοθεσία -
18 αναβίβαση
-
19 σκηνή
η1) палатка; шатёр; 2) театр, сцена;τό ανέβασμα στη σκηνή — постановка;
η τοποθέτηση στη σκηνή — мизансцена;
πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης — первая сцена третьего действия;
ανεβάζω στη σκηνή ( — или ανεβιβάζω επί της σκηνής) — ставить на сцене;
ανέρχομαι στη σκηνή — или ανέρχομαι επί της σκηνής — становиться актёром;
З) перен. сцена;δημιουργώ ( — или κάνω) σκηνές — устраивать сцены;
4) театр, занавес;5) театр, декорация -
20 production
1) (the act or process of producing something: car-production; The production of the film cost a million dollars.) παραγωγή2) (the amount produced, especially of manufactured goods: The new methods increased production.) παραγωγή3) (a particular performance, or set of repeated performances, of a play etc: I prefer this production of `Hamlet' to the one I saw two years ago.) παραγωγή,ανέβασμα
См. также в других словарях:
ανέβασμα — το, ατος και ανεβασμός, ο 1. ανεβασιά (βλ. λ.). 2. ανύψωση, πρόοδος: Το ανέβασμα ήταν πολύ γρήγορο. 3. το να ανεβαίνει κανείς: Το ανέβασμα ήταν μάλλον εύκολο. 4. το φούσκωμα (για ζύμη): Άργησε τ ανέβασμα του ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέβασμα — το 1. ανάβαση 2. ανύψωση, φούσκωμα 3. ανηφοριά 4. δύσπνοια 5. ματακόμιση προς τα επάνω … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
άνοδος — Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο. * * * (I) άνοδος, ον (Α) ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα. (II) η (AM ἄνοδος) 1 … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ανάβα — ἀνάβα, το (Μ) ανέβασμα, ανάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. προστακτικής < ἀνάβηθι, προστακτ. αορ. του ἀναβαίνω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀνήβα νεοελλ. ανέβα] … Dictionary of Greek
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek
ανάσχεση — η (Α ἀνάσχεσις) νεοελλ. αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα αρχ. 1. ανοχή, εγκαρτέρηση 2. ανέβασμα, άνοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω. ΠΑΡ. ανασχετικός] … Dictionary of Greek