-
1 tepetakla
ανάποδα -
2 шиворот-навыворот
шиворот-навыворотпарен, разг ἀνάποδα, ἄνω κάτω:все идет \шиворот-навыворот ὅλα πδνε ἀνάποδα· делать все \шиворот-навыворот τά κάνω ὅλα ἀνάποδα, μπερδεύω τά πάντα. -
3 наизнанку
επίρ.ανάποδα, αντίστροφα, από την ανάποδη•вывернуть наизнанку γυρίζω ανάποδα, αναστρέφω•
у нас всё делается наизнанку όλα μας πάνε ανάποδα.
-
4 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
5 наизнанку
-
6 наоборот
-
7 нога
-
8 наизнанку
наизнанкунареч ἀπ' τήν ἀνάποδη, ἀνάποδα:выворачивать \наизнанку γυρίζω ἀνάποδα. -
9 наоборот
наоборотнареч1. (в обратном направлении) ἀντίθετα, ἀνάποδα, ἀντιστρόφως·2. (совершенно иначе) ἀπεναντίας, τουναντίον, ἀντίθετα, ἀνάποδα:он все делает \наоборот ὀλα τά κάνει ἀντίθετα· как раз \наоборот ἀκριβώς τό ἀντίθετο· совершенно \наоборот ἐντελώς ἀντίθετα. -
10 наперед
напереднареч (заранее) разг προκαταβολικώς, ἀπό τά πρίν:я знаю \наперед все, что вы скажете ξέρω ἀπό τά πρίν ὅλα ὀσα θά πείτε· ◊ задом \наперед ἀνάποδα, τό μπρος πίσω· надевать задом \наперед φορώ ἀνάποδα, φορώ τό μπρος πίσω. -
11 наоборот
επίρ.1. αντίθετα αντίστροφα• ανάποδα•надеть наоборот φορώ ανάποδα.
2. εντελώς διαφορετικά, τουναντίον, αλλιώς, αλλιώτικα. -
12 изнанка
η εσωτερική/ανάποδη πλευρά*выворачивать на - у γυρίζω τα μέσα (προς τα) έξω, γυρίζω ανάποδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изнанка
-
13 перевернуть
γυρίζω ανάποδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевернуть
-
14 вверх
вверхнареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια! -
15 вкривь
вкривьнареч λοξά, στραβά· ◊ \вкривь и вкось στραβά καί ἀνάποδα· судить \вкривь и вкось μιλάω στά κουτουροῦ, λέγω δτι μοῦ κατέβη. -
16 зад
задм1. τό πίσω μέρος:\задом наперед ἀνάποδα·2. (часть туловища) разг ὁ πισινός/ τά καπούλια (животных). -
17 задом
задомнареч ὀπισθοβατώντας, πισόκω-λα:\задом наперед ἀνάποδα, τό πίσω μπρος. -
18 изнанка
изнанк||аж1. ἡ ἀνάποδη:на\изнанкау ἀνάποδα· вывернуть иа\изнанкау γυρίζω τό μέσα ἔξω·2. перен ἡ ἀνάποδη:\изнанка событий ἡ ἀλλη ὀψη τών γεγονότων. -
19 левый
лев||ыйприл в разн. знач. ἀριστερός:\левыйая сторона (материи) ἡ ἀνάποδη, ἡ ἀντίθετος δψις· \левый борт τό ἀριστερό[ν] μέρος· фракция \левыйых ἡ φράξια (или ἡ παράταξη) τῶν ἀριστερών ◊ встать с \левыйой ноги ξυπνώ ἀνάποδα. -
20 нога
ног||аж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα!
См. также в других словарях:
ανάποδα — επίρρ. τροπ. 1. αντίθετα προς το κανονικό, προς ό,τι πρέπει ή συνήθως γίνεται: Τώρα τελευταία όλα μου πηγαίνουν ανάποδα. 2. αλλαγμένα, όχι όπως είναι: Ανάποδα μου τα λες τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάποδα — επίρρ. βλ. ανάποδος … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
αναποδογυρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. μτβ., γυρίζω κάτι ανάποδα, ανατρέπω: Στο φευγιό του αναποδογύρισε κάμποσες καρέκλες. 2. αμτβ., γυρίζω εγώ ανάποδα: Η βάρκα αναποδογύρισε ξαφνικά, κι όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Miltos Sachtouris — or Miltos Sahtouris (Greek: Μίλτος Σαχτούρης; Athens July 19, 1919 – March 29, 2005 Athens) was a Greek poet. He was a descendant of Giorgos Sachtouris. When he was young he adopted the pen name Miltos Chrysanthis (Μίλτος Χρυσάνθης). Sachtouris… … Wikipedia
Michalis Hatzigiannis — Michalis in a concert in Katerini at 13 July 2005. Background information Also known as Michalis Born … Wikipedia
Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 … Deutsch Wikipedia