-
1 ανακτήση
ἀνακτήσηι, ἀνάκτησιςregaining: fem dat sg (epic)ἀνακτάομαιregain for oneself: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)ἀνακτάομαιregain for oneself: fut ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱νακτήσῃ, ἀνακτάομαιregain for oneself: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀνακτάομαιregain for oneself: aor subj mid 2nd sgἀνακτάομαιregain for oneself: fut ind mid 2nd sg -
2 ἀνακτήσῃ
ἀνακτήσηι, ἀνάκτησιςregaining: fem dat sg (epic)ἀνακτάομαιregain for oneself: aor subj mp 2nd sg (attic ionic)ἀνακτάομαιregain for oneself: fut ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱νακτήσῃ, ἀνακτάομαιregain for oneself: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀνακτάομαιregain for oneself: aor subj mid 2nd sgἀνακτάομαιregain for oneself: fut ind mid 2nd sg -
3 ανάκτηση
[-ις (-εως)] η приобретение, обретение вновь; отвоевание, восстановление потерянного;ανάκτηση των δυνάμεων — восстановление сил
-
4 ανάκτηση
[анактиси] ουσ θ приобретение вновь. -
5 όραση
[-ις (-εως)] η зрение;τό αισθητήριο[ν] της οράσεως орган зрения, глаз;ασθενής ( — или ασθενική, αδύνατη) όρασ — слабое зрение;
τό πεδίο της όρασης — поле зрения;
αυτό έχει εκφύγει τελείως απ' το πεδίο της όράσης του это совершенно выпало у него из поля зрения, он совершенно забыл об этом;χάνω την όραση — терять зрение, лишаться зрения;
επανακτώ την όραση — прозревать;
ανάκτηση της όρασης — прозрение
См. также в других словарях:
ανάκτηση — η (Α ἀνάκτησις) [ἀνακτῶμαι] η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση αρχ. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση … Dictionary of Greek
ανάκτηση — η η απόκτηση ξανά κάποιου πράγματος που είχε κανείς χάσει: Με την προσφυγή πέτυχε ανάκτηση της προηγούμενης θέσης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακτήσῃ — ἀνακτήσηι , ἀνάκτησις regaining fem dat sg (epic) ἀνακτάομαι regain for oneself aor subj mp 2nd sg (attic ionic) ἀνακτάομαι regain for oneself fut ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱νακτήσῃ , ἀνακτάομαι regain for oneself futperf ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek