-
1 αμόρφωτος
-
2 ἀμόρφωτος
-
3 αμορφωτος
-
4 αμόρφωτος
η, ο [ος, ον ]1) необразованный; некультурный; 2) см. αδιαμόρφωτος -
5 αμόρφωτος
-
6 αμόρφωτος
[аморфотос] εκ. необразованный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμόρφωτος
-
7 αμόρφωτος
[аморфотос] επ необразованный. -
8 ἀμόρφωτος
ἀμόρφ-ωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμόρφωτος
-
9 ἀμόρφωτος
-
10 αμόρφωτος
eğitim görmemiş -
11 öğrenimsiz
αμόρφωτος -
12 eğitimsiz
αμόρφωτος, ανεκπαίδευτος -
13 kültürsüz
αμόρφωτος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος -
14 невежественный
-
15 некультурный
-
16 необразованный
-
17 αμορφώτως
-
18 ἀμορφώτως
-
19 αμόρφωτον
-
20 ἀμόρφωτον
См. также в других словарях:
ἀμόρφωτος — not formed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμόρφωτος — η, ο (Α ἀμόρφωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής, 2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος αρχ. αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο… … Dictionary of Greek
αμόρφωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει μορφή, ασχημάτιστος: Η ύλη αρχικά ήταν αμόρφωτη. 2. απαίδευτος, ακαλλιέργητος: Έχει μεγάλη περιουσία, αλλά είναι αμόρφωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμορφώτως — ἀμόρφωτος not formed adverbial ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόρφωτον — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc sg ἀμόρφωτος not formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτοις — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτου — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτους — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτων — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut gen pl ἀμορφόω disfigure pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀμορφόω disfigure pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορφώτῳ — ἀμόρφωτος not formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμόρφωτα — ἀμόρφωτος not formed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)