-
1 αμοιβαίος
[амивэос] εκ. взаимный, обоюдный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμοιβαίος
-
2 взаимный
взаимный αμοιβαίος \взаимныйая помощь η αλληλοβοήθεια, η αμοιβαία βοήθεια* * *взаи́мная по́мощь — η αλληλοβοήθεια, η αμοιβαία βοήθεια
-
3 обоюдно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обоюдно
-
4 взаимный
взаи́мн||ыйприл ἀμοιβαίος:\взаимныйое согласие ἡ ἀμοιβαία συμφωνία (или συγκατάθεσις)· \взаимныйая зависимость ἡ ἀλληλοεξάρ-τηση· \взаимныйый глагол грам. τό ἀλληλοπα-θές ρήμα. -
5 двусторонней
двустороннейприл1. δίπλευρος, διπλούς, διμερής:\двустороннейее воспаление легких ἡ διπλή περιπνευμονία· \двустороннейяя ткань ὑφασμα μέ δύο ὀψεις·2. (обоюдный) διμερής, ἀμοιβαίος:\двустороннейее соглашение ἡ διμερής συμφωνία. -
6 обоюдный
обоюдн||ыйприл ἀμοιβαίος, κοινός:по \обоюдныйому согласию μέ ἀμοιβαία (или κοινή) συμφωνία. -
7 обоюдный
[αμπαγιούντνυϊ] εκ. αμοιβαίος -
8 обоюдный
[αμπαγιούντνυϊ] επ αμοιβαίος -
9 взаимный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноαμοιβαίος•-ое доверие αμοιβαία εμπιστοσύνη•
-ая помощь αμοιβαία βοήθεια, αλληλοβοήθεια.
-
10 обоюдный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. παλ. αμφίπλευρος•обоюдный меч αμφίστομο (δίκοπο) ξίφος.
2. αμοιβαίος, συνάλληλος•-ая любовь αμοιβαία αγάπη•
-ая пальба αλληλοπυροβολισμοι.
-
11 солидарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. αλληλέγγυος• ομόφωνος, σύμφωνος•-ое обязательство αλληλέγγυα υποχρέωση•
я -рен с докладчиком είμαι σύμφωνος με τον εισηγητή.
2. κοινός αμοιβαίος•-ая ответственность συνυπευθυνότητα.
См. также в других словарях:
ἀμοιβαῖος — giving like for like masc nom sg ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβαίος — α, ο (Α ἀμοιβαῖος, ον και ος, α, ον) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον μσν. αυτός που απαντά όπως στον διάλογο αρχ. το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα α) οι διάλογοι σε τραγωδία β) είδος λαϊκού τραγουδιού … Dictionary of Greek
αμοιβαίος — α, ο επίρρ. α αυτός που υπάρχει ή γίνεται εναλλακτικά ή με ανταπόδοση: Η εκτίμηση είναι αμοιβαία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμοιβαῖον — ἀμοιβαῖος giving like for like masc acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem acc sg ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖοι — ἀμοιβαῖος giving like for like masc nom/voc pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖαι — ἀμοιβαῖος giving like for like fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαίως — ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like adverbial ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like masc acc pl (doric) ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like adverbial ἀμοιβαί̱ως , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαίων — ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl ἀμοιβαί̱ων , ἀμοιβαῖος giving like for like masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαδίων — ἀμοιβάδιος fem gen pl ἀμοιβάδιος masc/neut gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like fem gen pl ἀμοιβαῖος giving like for like masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)