Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αμεταβίβαστος

См. также в других словарях:

  • αμεταβίβαστος — η, ο [μεταβιβάζω] 1. αυτός που δεν μεταβιβάστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταβιβαστεί 2. αυτός που δεν εκχωρήθηκε ή δεν είναι δυνατό να εκχωρηθεί …   Dictionary of Greek

  • αμεταβίβαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταβιβάστηκε ή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί: Το τηλεγράφημα είναι ακόμη αμεταβίβαστο. – Το δικαίωμα αυτό είναι αμεταβίβαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»