-
1 αμερόληπτος
η, ο [ος, ον ] беспристрастный, непредвзятый, справедливый -
2 αμερόληπτος
[амэролиптос] еж. беспристрастный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμερόληπτος
-
3 αμερόληπτος
[амэролиптос] еж. беспристрастный. -
4 αμερόληπτος
impartial -
5 αμερόληπτος
bezstronny przym. -
6 αμερόληπτος
nestranný -
7 αμερόληπτος
1) fair-minded2) unbiasedΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμερόληπτος
-
8 impartial
αμερόληπτος -
9 unbiased
αμερόληπτος -
10 bitaraf
αμερόληπτος, ουδέτερος -
11 tarafsız
αμερόληπτος, αντικειμενικός -
12 беспристрастный
-
13 объективный
объективный αντικειμενικός· αμερόληπτος (беспристрастный)* * *αντικειμενικός; αμερόληπτος ( беспристрастный) -
14 беспристрастный
беспристра́ст||ныйприл ἀμερόληπτος. -
15 непредвзятый
непредвзятыйприл ἀμερόληπτος, ἀπροκατάληπτος, ἀνεπηρέαστος:\непредвзятыйое мнение ἀμερόληπτη γνώμη. -
16 объективный
объект||ивныйприл1. филос. ἀντικειμενικός:\объективныййвная реальность ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα· \объективныйи́вные причины τά ἀντικειμενικά αίτια·2. (беспристрастный) ἀντικειμενικός, ἀμερόληπτος:\объективныйи́в-ное отношение ἡ ἀμεροληψία, ἡ ἀντι-κειμενικότητα [-ης]. -
17 disinterested
[dis'intristid](not influenced by private feelings or selfish motives; impartial: It would be best if we let a disinterested party decide.) αμερόληπτος,ανιδιοτελής -
18 impartial
(not favouring one person etc more than another: an impartial judge.) αμερόληπτος,απροκατάληπτος- impartiality -
19 непредвзятый
[νιπριντβζγιάτυϊ] εκ. αμερόληπτος -
20 asymptotically √n-unbiased estimator
French\ \ estimateur asymptotiquement sans √n-biaisGerman\ \ asymptotischer √n-unverzerrter SchätzerDutch\ \ -Italian\ \ -Spanish\ \ -Catalan\ \ estimador asimptòticament √n-centratPortuguese\ \ estimador assintoticamente centrado de ordem inferior a n-1/2Romanian\ \ -Danish\ \ asymptotisk √n-objektiv estimatorNorwegian\ \ asymptotisk √n-forventningsrett estimatorSwedish\ \ asymptotiskt √n-objektiv estimatornGreek\ \ ασυμπτωτικά √n-αμερόληπτος εκτιμητήςFinnish\ \ asymptoottisesti √n-harhaton estimaattoriHungarian\ \ aszimptotikusan torzítatlan √ n-becslésTurkish\ \ asimptotik √n-tarafsız (yansız) tahminleyici; asimptotik √n-tarafsız (yansız) tahminleyiciEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ asimptotično √n-nepristransko cenilkoPolish\ \ estymator asymptotycznie √n-nieobciążonyRussian\ \ асимптотически √n – неискаженная оценкаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ asymptotically √n-óhlutdræg metilsinsEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقدر غير متحيز مقارب n√Afrikaans\ \ asimptotiese √n-onsydige beramerChinese\ \ -Korean\ \ -
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμερόληπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χαρίζεται, ακέραιος, δίκαιος: Γνώριζε πόσο αμερόληπτος ήταν ο δικαστής, γι αυτό δεν ανησυχούσε για την απόφασή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμερόληπτος — Τίτλος τριών ελληνικών εφημερίδων, που εκδόθηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, μεταξύ 1882 και 1888. * * * η, ο αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μεροληπτώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ … Dictionary of Greek
αμεροληπτώ — ( έω) [αμερόληπτος] είμαι αμερόληπτος, φέρομαι αμερόληπτα, δεν κάνω διακρίσεις … Dictionary of Greek
αμεροληψία — η [αμερόληπτος] το να είναι κανείς αμερόληπτος, απροσωποληψία, ανεπηρέαστη κρίση … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… … Dictionary of Greek
αδελέαστος — η, ο [δελεάζω] 1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος 2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος … Dictionary of Greek
ακομμάτιστος — η, ο [κομματίζομαι] 1. αυτός που δεν ανήκει ή δεν διάκειται φιλικά σε κάποια πολιτική παράταξη 2. αμερόληπτος, αντικειμενικός … Dictionary of Greek
αμερής — ἀμερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος 2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμερές η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο τά ἀμερῆ (Λογική) τα γένη που δεν… … Dictionary of Greek
ανεπηρέαστος — η, ο (Α ἀνεπηρέαστος, ον) νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) μη επηρεαζόμενος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη 2. (για πράγματα) αναλλοίωτος, αμετάβλητος αρχ. αβλαβής … Dictionary of Greek