-
1 αμαρτυρητος
2(ῠ) незасвидетельствованный, не подтвержденный доказательствамиἀ., ὡς …;
Eur. — разве он не представил доказательства тому, что …? -
2 αμαρτύρητος
η, ο [ος, ον ]1) неудостоверенный; незасвидетельствованный, неподтверждённый; 2) невыданный (при допросе); 3) не подвергшийся пыткам -
3 αμάρτυρος?
ος, ον см. αμαρτύρητος 1
См. также в других словарях:
ἀμαρτύρητος — needing no witness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτύρητος — η, ο (Α ἁμαρτύρητος, ον) [μαρτυρῶ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαρτυρήθηκε, δεν βεβαιώθηκε με μάρτυρες 2. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν μαρτυρίες, αποδείξεις, ο αναπόδεικτος 3. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά… … Dictionary of Greek
αμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βεβαιώθηκε με μάρτυρες ή με αναμφισβήτητη απόδειξη: Όλοι όμως αυτοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν αμαρτύρητοι. 2. αυτός που δεν καταγγέλθηκε στο δάσκαλο (κυρίως για μικρούς μαθητές): Τελικά ο πραγματικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαρτυρήτως — ἀμαρτύρητος needing no witness adverbial ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύρητον — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem acc sg ἀμαρτύρητος needing no witness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτυρήτοις — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτυρήτου — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτυρήτους — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτυρήτῳ — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύρητοι — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՎԿԱՅ — ( ) NBH 1 0241 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c ա. ἁμάρτυρος, ἁμαρτυρήτος carens testibus, vel testimonio Ուր չիք վկայ կամ վկայութիւն առ ʼի հաստատութիւն. անվաւեր. ... *Եւ ո՛չ անվկայ (է) բանս, որպէս վերագոյնն գրեալ է մեր. արծր. ՟Գ. 7 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)