Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αμαρτύρητος

См. также в других словарях:

  • ἀμαρτύρητος — needing no witness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτύρητος — η, ο (Α ἁμαρτύρητος, ον) [μαρτυρῶ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαρτυρήθηκε, δεν βεβαιώθηκε με μάρτυρες 2. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν μαρτυρίες, αποδείξεις, ο αναπόδεικτος 3. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βεβαιώθηκε με μάρτυρες ή με αναμφισβήτητη απόδειξη: Όλοι όμως αυτοί οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ήταν αμαρτύρητοι. 2. αυτός που δεν καταγγέλθηκε στο δάσκαλο (κυρίως για μικρούς μαθητές): Τελικά ο πραγματικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαρτυρήτως — ἀμαρτύρητος needing no witness adverbial ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύρητον — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem acc sg ἀμαρτύρητος needing no witness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτυρήτοις — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτυρήτου — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτυρήτους — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτυρήτῳ — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύρητοι — ἀμαρτύρητος needing no witness masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՎԿԱՅ — ( ) NBH 1 0241 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c ա. ἁμάρτυρος, ἁμαρτυρήτος carens testibus, vel testimonio Ուր չիք վկայ կամ վկայութիւն առ ʼի հաստատութիւն. անվաւեր. ... *Եւ ո՛չ անվկայ (է) բանս, որպէս վերագոյնն գրեալ է մեր. արծր. ՟Գ. 7 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»