Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αμαρταίνω

  • 1 грешить

    Русско-греческий словарь > грешить

  • 2 погрешить

    -шу, -шишь ρ.σ.
    1. (γραπ. λόγος) αμαρταίνω σφάλλω πέφτω σε παράπτωμα αμαρταίνω για ένα χρον. διάστημα.
    2. κάνω αμαρτία (άδικα κατηγορώ, συκοφαντώ κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > погрешить

  • 3 согрешить

    согрешить
    сов ἀμαρταίνω.

    Русско-новогреческий словарь > согрешить

  • 4 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 5 грех

    α.
    1. (θρηακ.) αμαρτία, αμάρτημα, ανόμημα•

    впасть в грех πέφτω σε αμαρτία, αμαρταίνω.

    2. πράξη αξιοκατάκριτη•

    -и молодости αμαρτίες της νεανικής ηλικίας.

    εκφρ.
    дурен, как смертный грех – ασχημομούρης, κακομούτσινος, δυσειδέστατος•
    как на грех – σα να τον έβαλε ο διάβολος (επίτηδες)•
    от -а подальше – μακριά από αμαρτίες (ανόσιες πράξεις)•
    с -ом пополам – όπως-όπως, μόλις και μετά βίας, τσίμα-τσίμα, κούτσα-κούτσα, κουτσά-στραβά•
    что ή нечего -а таить – δεν πρέπει να το κρύβομαι (να το λέμε ανοιχτά).

    Большой русско-греческий словарь > грех

  • 6 греховодничать

    ρ.δ.
    παλ. αμαρταίνω, ασχημονώ, ακολασταίνω, κάνω κακοήθειες.

    Большой русско-греческий словарь > греховодничать

  • 7 грешить

    -шу, -шишь, ρ.δ.
    1. αμαρταίνω.
    2. σφάλλω, κάνω λάθη, σφάλματα.

    Большой русско-греческий словарь > грешить

  • 8 грешно

    ως κατηγ. είναι αμαρτία, κρίμα, αμαρταίνω•

    грешно вам говорить так είναι κρίμα να μιλάτε έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > грешно

См. также в других словарях:

  • αμαρταίνω — αμαρταίνω, αμάρτησα βλ. πίν. 50 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αμαρτάνω — αμαρτάνω, αμάρτησα βλ. πίν. 104 και πρβλ. αμαρταίνω Σημειώσεις: αμαρτάνω : χρησιμοποιείται η λόγια μτχ. ημαρτημένος ως επίθετο με την έννοια λαθεμένος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμαρτάνω — και αμαρταίνω αμάρτησα (στη δημοτική μόνο αμτβ.), παραβαίνω τον ηθικό ή θεϊκό νόμο, κάνω το κακό: Μ αυτά που λες αμαρτάνεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»