-
1 σειρά
η1) ряд, линия; шеренга (в строю);στην πρώτη σειρά — в первом ряду;
σειρά αριθμών — ряд чисел;
δωματίων — анфилада комнат;2) перен. ряд, цепь; вереница (чего-л.);σειρά γεγονότων — цепь событий;
3) ряд, серия;μακράν σειρά — длинный ряд, целая серия;
έγραψε σειρά άρθρων — он написал серию статей;
πλήρης σειρά τού εγκυκλοπαιδικού λεξικού — полный комплект энциклопедического словаря;
σειρά ερωτήσεων — ряд вопросов;
σειρά μαθημάτων — учебный курс;
σειρά παραδόσεων — курс лекций;
κατασκευή κατά σειρές — серийное производство;
4) строка, строчка;5) очередь; очерёдность, порядок;αλφαβητική σειρά — алфавитный порядок;
ήρθε η σειρά μου να... — пришла моя очередь; — пришёл мой черёд (разг)...;
η σειρά σας — ваша очередь;
κάθε πράγμα στη σειρά του — всему своё время, всё в своё время;
καθορίζω την σειρά — устанавливать очерёдность;
παίρνω σειρ — занимать очередь;
στέκομαι στη σειρά — становиться в очередь, стоять в очереди;
κατά σειρά — подряд, по порядку, поочерёдно;
δυό μέρες κατά σειρά — два дня подряд;
με τη σειρά — по очереди, в порядке очереди, очерёдности, по порядку;
6) нить, ход мысли; последовательность, логическая связь;σειρά ομιλίας — логичность выступления, речи;
δεν κρατεί ( — или δεν έχουν καμμιά) σειρ αυτά πού λέει — нет никакой последовательности в том, что он говорит;
7) ход (в карточной игре);8) круг, среда (социальная);δεν είναι της σειρας μας — он не нашего круга;
9) род;(родовая) линия;(από) πατρώα (μητρώα) σειρά — по отцовской (материнской) линии;
κρατάει από μεγάλη σειρά — он из знатного рода;
10) мат., хим. ряд;11) геол группа;§ πρώτης σειρδς — первоклассной;
σειρά σου και σειρά μου — а
теперь мой очередь;βάζω στην ίδια σειρά — ставить в один ряд;
με την σειρά του — в свою очередь;
μπαίνω στη σειρά — входить в курс дела;
μπαίνω σε μιά σειρά — входить в свою колею;
βγαίνω απ' τη σειρά μου — выйти из колей.
-
2 τάξη
[-ις (-εως)] η1) порядок;σε αλφαβητική τάξη — по алфавиту, в алфавитном порядке;
ανακαλώ εις την τάξιν — призывать к порядку;
βάζω τάξη — наводить порядок;
βάζω σε τάξη — приводить в порядок;
ολα (είναι) εν τάξει — всё в порядке;
έλλειψη τάξης — анархия, беспорядок;
2) (общественный) класс; сословие;η εργατική τάξη — рабочий класс;
ιθύνουσα τάξη — правящий класс;
πάλη των τάξεων — классовая борьба;
κυρίαρχη (άρχουσα) τάξη — господствующий класс;
τρίτη τάξη — третье сословие;
τάξτών μικροαστών — мещанское сословие;
3) ряды, строй;πυκνή τάξη — сплочённые ряды;
στίς τάξεις τού στρατού — в (рядах) армии;
τον διαγράφω απ' τίς τάξεις — исключать кого-л. из рядов (партии, армии и т. п.);
4) биол отряд, класс;5) разряд; класс; тип;πρώτης τάξς — или πρώτης τάξέως — первокласный;
6) класс (в школе1);μένω στην ίδια τάξη — оставаться на второй год;
προβιβάζομαι στην δεύτερη τάξη — переходить во второй класс;
7) физиол, месячные, менструация;§ εν τάξει — ладно, согласен
См. также в других словарях:
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
ακροστιχίδα — Λέξη ή φράση ή αλφαβητική σειρά γραμμάτων που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των στίχων ή των στροφών ενός ποιήματος. Λέγεται και ακροστίχιοπαραστιχίδα. Το αντίθετο είναι το τελέστιχο όπου συμβαίνει το ίδιο αλλά με τα τελικά γράμματα των… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… … Dictionary of Greek
βιβλιοθηκονομία — Έτσι ονομάζεται το επάγγελμα που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και τη διοίκηση των βιβλιοθηκών. Ο τομέας της οργάνωσης περιλαμβάνει την ίδρυση της βιβλιοθήκης, την απόκτηση βιβλίων, την εγγραφή τους στους καταλόγους και την τοποθέτησή τους… … Dictionary of Greek
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… … Dictionary of Greek
στοιχειακός — ή, ό / στοιχειακός, ή, όν, ΝΜΑ [στοιχείο(ν)] αυτός που αναφέρεται στα στοιχεία, δηλαδή στις πρώτες αρχές από τις οποίες αποτελείται ένα πράγμα (α. «στοιχειακό αίτιο» β. «στοιχειακὸς ὄλεθρος», Ευστ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… … Dictionary of Greek