-
1 αλουπότρυπα
η лисья нора -
2 αλπότρυπα
η см. αλουπότρυπα
См. также в других словарях:
αλεπότρυπα — Ένα από τα σπήλαια του πολύπλοκου συγκροτήματος σπηλαίων του Διρού της Λακωνίας. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν οστά ανθρώπων και ζώων και εργαλεία από λίθο και χαλκό της προϊστορικής εποχής. * * * και αλουπότρυπα, η τρύπα, φωλιά αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek