Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αλουπότρυπα

См. также в других словарях:

  • αλεπότρυπα — Ένα από τα σπήλαια του πολύπλοκου συγκροτήματος σπηλαίων του Διρού της Λακωνίας. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν οστά ανθρώπων και ζώων και εργαλεία από λίθο και χαλκό της προϊστορικής εποχής. * * * και αλουπότρυπα, η τρύπα, φωλιά αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»