-
1 αλλοτριο-
-
2 αλλοτριοεπισκοπος
-
3 αλλοτριονομεω
досл. приписывать чужие свойства (чему-л.), перен. неправильно распределять Plat. -
4 αλλοτριοπραγεω
-
5 αλλοτριοπραγια
-
6 αλλοτριοφαγος
-
7 αλλοτριοφρονεω
-
8 αλλοτριοχρως
-
9 σώμα
τό1) тело; туловище; корпус (тж. машины);ανθρώπινο σώμα — человеческое тело;
σώμα πυραύλου — корпус ракеты;
σώμα μηχανής — корпус машины;
2) корпус (совокупность лиц); часть; служба;σώμα στρατού — армейский корпус;
διπλωματικό σώμα — дипломатический корпус;
πυροσβεστικό σώμα — пожарная команда;
σώμα αξιωματικών — офицерский корпус;
κύριον σώμα — главные силы;
τεχνικόν (φαρμακευτικόν) σώμα — техническая (фармацевтическая) служба;
3) телосложение;εύρωστο σώμα — крепкое телосложение;
4) экземпляр (книги);5) физ. тело; ουράνια σώματα небесные тела;αλλότριο σώμα — инородное тело;
§ σώμα προς σώμα — врукопашную;
ψυχή τε και σώματι душой и телом;σώμα του εγκλήματος юр. — состав преступления;
εν σώματι в полном составе
См. также в других словарях:
αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] … Dictionary of Greek
καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek