Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αλλότριο

См. также в других словарях:

  • αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

  • καλλίγνωμος — καλλίγνωμος, ον (Μ) ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. αλλοτριό γνωμος, δολιό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • καλόγνωμος — η, ο (Μ καλόγνωμος, ον) 1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν) η καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος, αλλοτριό γνωμος] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»