-
1 ἀλληλο-φάγος
ἀλληλο-φάγος, sich gegenseitig verzehrend, δίκαι Teleclid. com. Phot. v. σεῖσαι; Arist. H. A. 8, 2. 9, 2, 9 ist αλληλομάχοι cm.
См. также в других словарях:
αλληλομάχος — ἀλληλομάχος, ον (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι αυτοί που μάχονται μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + μαχος (< μάχομαι). ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία νεοελλ. αλληλομαχώ] … Dictionary of Greek