-
1 αλληλοδιαδοχή
η чередование;αλληλοδιαδοχή δύο αστικών κομμάτων στην εξουσία — чередование у власти двух буржуазных партий
-
2 течение
-я ουδ.1. ροή, ρους, τρέξιμο•удержать течение крови σταματώ την αιματόρροια•
воды в реке ο ρους του ποταμού.
2. μτφ. αλληλοδιαδοχή•течение мысли η αλληλοδιαδοχή των σκέψεων.
3. μτφ. το πέρασμα, το διάβα•времени το πέρασμα του χρόνου.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.)• тплое течение ζεστό ρεύμα•холодное течение ψυχρό ρεύμα•
литературное течение λογοτεχνικό ρεύμα.
εκφρ.в течение – στη διάρκεια•в течение дня – στη διάρκεια της μέρας•в течение нескольких минут – στη διάρκεια μερικών λεπτών, για λίγα• λεπτά•в течение спора – κατά τη διάρκεια της συζήτησης. -
3 чередование
η περιτροπή, η εναλλαγή, η αλληλοδιαδοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чередование
-
4 чередование
чередованиес ἡ ἐναλλαγή, ἡ περιτροπή, ἡ ἀλληλοδιαδοχή:\чередование зву́ков лингв. ἡ ἐναλλαγή ήχων \чередование гласных лингв. ἡ ἐνάλλαγή φωνηέντων. -
5 серийность
-и θ.η σειρά, συνεχής αλληλοδιαδοχή. -
6 цепь
-и, προθτ. о цепи, на цепи, γεν. πλθ. -ей θ.1. αλυσίδα•якорная цепь αλυσίδα της άγκυρας•
привязать собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.
|| πλθ. -Η(κυρλζ. κ. μτφ.) τα δεσμά•порватьцепьи рабства σπάζω τις αλυσίδες της σκλαβιάς.
2. κύκλωμα•электрическая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα.
3. αλληλοδιαδοχή, σειρά, κομπολόι•цепь событий αλυσίδα γεγονότων•
цепь озр αλυσίδα λιμνών.
|| ζυγός στρατιωτών.4. επίρ. -ью βλ. чепочка (3 σημ.).εκφρ.горная цепь – οροσειρά, βουνοσειρά. -
7 череда
череда 1-ы θ.1. παλ. σειρά, αράδα.2. αλληλοδιαδοχή.3. βλ. вереница.εκφρ.идти своей -ой – ακολουθώ την κανονική πορεία, εξελίσσομαι ομαλά.череда 2-ы θ.είδος βαλτόχορτου.
См. также в других словарях:
αλληλοδιαδοχή — η το να διαδέχεται ο ένας τον άλλον, διαδοχική εναλλαγή, αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαδοχή] … Dictionary of Greek
αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
αταβισμός — Συνώνυμο της προγονικής κληρονομικότητας. Αταβιστικοί ονομάζονται οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ζώα ή φυτά και υπήρχαν σε πολύ μακρινούς προγόνους, ενώ στις διάμεσες γενιές και στους γεννήτορες απουσίαζαν. Τέτοια παραδείγματα στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
επαλληλία — Θεμελιώδης αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία δύο ή περισσότερες ταλαντώσεις ή κύματα μπορούν να διαδοθούν στον ίδιο χώρο, το ένα ανεξάρτητα από το άλλο και να δώσουν μία μόνο συνισταμένη ταλάντωση ή κύμα. Το γεγονός ότι τα κύματα δρουν… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
προτσές — το, Ν άκλ. (φιλοσ.) 1. αλληλοδιαδοχή καταστάσεων, φάσεων, σταδίων διά μέσου τών οποίων διέρχονται κατά την χρονική διαδρομή τους και την μεταβολή τους τα διάφορα όντα, αντικείμενα και φαινόμενα, διεργασία, πορεία 2. το ιστορικό γίγνεσθαι ενός… … Dictionary of Greek
σκαμπανέβασμα — το, Ν [σκαμπανεβάζω] 1. ναυτ. ταλάντευση τού πλοίου κατά τον διαμήκη άξονά του, πρόνευση, προνευστασμός 2. μτφ. ανεβοκατέβασμα, αλληλοδιαδοχή εξάρσεων και καταπτώσεων, κλυδωνισμός, έλλειψη σταθερότητας («η επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek