-
1 удить
-
2 выловить
1. (ловя, добыть, извлечь от-куда-л.) πιάνω, βγάζω, (рыбу) ψαρεύω, αλιεύω 2. (переловить, истребить ловлей) πιάνω/βγάζω (όλα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выловить
-
3 ловить
1. (стараться схватить, подхватить) πιάνω 2. (рыбу) ψαρεύω, αλιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ловить
-
4 выудить
выудитьсов, выуживать несов1. ψαρεύω (или ἀλιεύω) μέ τό ἀγκίστρι·2. разг (выманивать) ψαρεύω κάτι, ἀποσπώ, ἀφαιρδ μέ ἀπατη. -
5 ловить
ловитьнесов1. πιάνω, συλλαμβάνω / ἀλιεύω, ψαρεύω (рыбу):\ловить птиц πιάνω πουλιά·2. перен πιάνω, παγιδεύω, ἐνεδρεύω (подстерегать)! ἀρπάζω, δράττομαι, συλλαμβάνω ἐπ' αὐτοφώρω (схватывать):\ловить удобный слу́чай δράττομαι τής εὐκαιρίας· \ловить кого́-л. на слове πιάνομαι ἀπ· τά λόγια κάποιου· ◊ \ловить рыбу в му́тной воде ψαρεύω στά θολα νερά, -
6 рыбачить
рыба||читьнесов ψαρεύω, ἀλιεύω. -
7 выловить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. πιάνω, συλλαμβάνω• βγάζω•выловить бревно из воды πιάνω το κούτσουρο στο νερό.
|| ψαρεύω, αλιεύω. || (απλ) ανακαλύπτω, εξιχνιάζω, ανευρίσκω.2. πιάνω ο’λα•-всю рыбу в пруду πιάνω όλα τα ψάρια στη δεξαμενή.
-
8 ловить
ловлю, ловишьρ.δ. μ.1. πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω•ловить мяч πιάνω το τόπι•
ловить на лету πιάνω στον αέρα.
|| θηρεύω•ловить птиц πιάνω πουλιά.
2. αλιεύω, ψαρεύω•ловить рыбу ψαρεύω.
3. μτφ. δράττομαι επωφελούμαι ловить (удобный) случай δράττομαι της (κατάλληλης) ευκαιρίας•лови момент δράξου της ευκαιρίας.
4. συλλαμβάνω επ αυτοφόρω•ловить вора πιάνω τον κλεφτή.
εκφρ.ловить взгляд (взор) ή глаз – πιάνω τη ματιά (κάποιου), συναντιώνται τα βλέμματα μας•ловить на себе чей взгляд – πιάνω κάποιον που ρίχνει τη ματιά του σε μένα•ловить волну ή станцию – πιάνω το ραδιοσταθμό•в мутной воде рыбу ловить – ψαρεύω στα θολά νερά•ловить на слове – πιάνομαι από ένα λόγο (από μια λέξη).πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 подсачить
ρ.σ.μ. αλιεύω, πιάνω με την απόχη. -
10 порыбачить
ρ.σ. ψαρεύω, αλιεύω. -
11 рыба
-ы θ.1. ψάρι, ιχθύς•морская рыба θαλασσινό ψάρι•
маленькая рыба ψαράκι•
крупная -μεγάλο ψάρι•
жареная рыба τηγανητό ψάρι•
ловить -у πιάνω ψάρια, ψαρεύω, αλιεύω.
|| (ως αθρσ.) τα ψάρια•малеькая рыба τα μικρά ψάρια•
крупная рыба τα μεγάλα ψάρια.
2. άνθρωπος νωθρός, οκνός• αδιάφορος, ψυχρός.εκφρ.как, рыба в водо – σαν το ψάρι στο νερό (ελεύθερα, επιδέξια)•ни рыба ни мясо – τίποτε το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο, ένα και το αυτό. -
12 рыбалить
ρ.δ. (διαλκ.) ψαρεύω, αλιεύω. -
13 рыбачить
-чу, -чишьρ.δ. ψαρεύω, αλιεύω. -
14 тралить
ρ.δ.μ.1. αλιεύω με τράτα.2. ερευνώ το βυθό.3. ναρκαλιεύω.1. αλιεύομαι με τράτα.2. εξερευνούμαι (για βυθό).3. ναρ-καλιεύομαι.
См. также в других словарях:
ἁλιεύω — fish pres subj act 1st sg ἁλιεύω fish pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεύω — αλιεύω, αλίευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αλιεύω — ευσα, εύτηκα, ευμένος. 1. ψαρεύω ψάρια ή άλλα θαλασσινά είδη: Τα ψαριά αλιεύονται όχι μονάχα κοντά στις ακτές, αλλά και στους ωκεανούς. 2. μτφ., αναζητώ με ζήλο, μαζεύω: Αλιεύει γλωσσικά μαργαριτάρια στις εφημερίδες και τα περιοδικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλιεύσει — ἁλιεύω fish aor subj act 3rd sg (epic) ἁλιεύω fish fut ind mid 2nd sg ἁλιεύω fish fut ind act 3rd sg ἁ̱λιεύσει , ἁλιεύω fish futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁ̱λιεύσει , ἁλιεύω fish futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιεύσουσιν — ἁλιεύω fish aor subj act 3rd pl (epic) ἁλιεύω fish fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁλιεύω fish fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἁ̱λιεύσουσιν , ἁλιεύω fish futperf ind act masc/neut dat pl (attic epic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιεύῃ — ἁλιεύω fish pres subj mp 2nd sg ἁλιεύω fish pres ind mp 2nd sg ἁλιεύω fish pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευθησομένων — ἁλιεύω fish fut part pass fem gen pl ἁλιεύω fish fut part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευθέντα — ἁλιεύω fish aor part pass neut nom/voc/acc pl ἁλιεύω fish aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευομένων — ἁλιεύω fish pres part mp fem gen pl ἁλιεύω fish pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιευόμενον — ἁλιεύω fish pres part mp masc acc sg ἁλιεύω fish pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)