-
1 болезненный
болезненный 1) (нездоровый) ασθενικός, φιλάσθενος, αρρωστιάρης 2) (причиняющий боль) αλγεινός, οδυνηρός* * *1) ( нездоровый) ασθενικός, φιλάσθενος, αρρωστιάρης2) ( причиняющий боль) αλγεινός, οδυνηρός -
2 болезненный
болезненн||ыйприл1. (склонный к заболеваниям, нездоровый) ἀσθενικός, φιλάσθενος, ἀρρωστιάρικος, νοσηρός;2. перен (преувеличенный) ἀρρωστιάρικος, νοσηρός:\болезненныйое самолюбие ἡ νοσηρή εὐθιξία;3. (причиняющий боль) ὁδυνηρός, ἀλγεινός. -
3 наболевший
наболевш||ийприл πονεμένος, ἀλγεινός:\наболевшийее место τό ἀλγεινό σημείο· ◊ \наболевший вопрос τό ἐπείγον ζήτημα. -
4 жалобный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. θλιβερός• θλιμμένος, παραπονεμένος, παραπονιάρικος•-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο•
жалобный голос жалобный писк πονεμένη στριγγλιά.
|| λυπηρός, αλγεινός, περιαλγής, οδυνηρός, λυπητερός•жалобный вой ιαχή, αλγεινή κραυγή.
2. των παραπόνων•-ая книга βιβλίο παραπόνων.
-
5 щемящий
επ. από μτχ.(κυρλξ. κ. μτφ.) αλγεινός.
См. также в других словарях:
ἀλγεινός — painful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλγεινός — ή, ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, ή, όν) 1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός 2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός αρχ. αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικός τ. *ἀλγεσ νὸς (< θ. τής λ. ἄλγος*) με… … Dictionary of Greek
αλγεινός — ή, ό αυτός που προκαλεί πόνο, θλίψη: Η συμπεριφορά του μου έκανε αλγεινή εντύπωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλγεινά — ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc pl ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc/acc dual ἀλγεινά̱ , ἀλγεινός painful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινότερον — ἀλγεινός painful adverbial comp ἀλγεινός painful masc acc comp sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτάτων — ἀλγεινός painful fem gen superl pl ἀλγεινός painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτέραις — ἀλγεινός painful fem dat comp pl ἀλγεινοτέρᾱͅς , ἀλγεινός painful fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινοτέρων — ἀλγεινός painful fem gen comp pl ἀλγεινός painful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινῶν — ἀλγεινός painful fem gen pl ἀλγεινός painful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινόν — ἀλγεινός painful masc acc sg ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεινότατα — ἀλγεινός painful adverbial superl ἀλγεινός painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)