-
1 αλίχνιστος
η, ο непровеянный (о зерне) -
2 αλίκμητος
ος, ον см. αλίχνιστος
См. также в других словарях:
αλίχνιστος — η, ο (για σιτηρά και, γενικά, δημητριακά που έχουν θεριστεί) αυτός που δεν λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε με λίχνισμα από τα άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λιχνιστός < λιχνίζω] … Dictionary of Greek
αλίχνιστος — η, ο αυτός που δε λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε από τα άχυρα: Το στάρι έμεινε στο αλώνι αλίχνιστο εκείνη τη μέρα, γιατί δε φυσούσε καθόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαρπολίχνιστος — η, ο [καρπολιχνίζω] ο αλίχνιστος* … Dictionary of Greek
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek
αξανέμιστος — η, ο αλίχνιστος … Dictionary of Greek