Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αλήθ

  • 1 αλήθεια

    η 1. правда, истина;

    καθαρή αλήθεια — чистая (сущая) правда;

    ούτε ίχνος αλήθείας — ни доли правды;

    λέω την αλήθεια κατάμουτρα — говорить правду в глаза;

    είναι αλήθεια ότι αυτός... — это правда, что он...;

    η αλήθεια είναι πικρή — правда глаза колет;

    § (γιά) να πούμε την αλήθεια — по правде говоря, по правде сказать;

    στ· αλήθεια — в самом деле;

    στ· αλήθεια έφυγε; — он на самом деле уехал?;

    μα την αλήθεια — честное слово;

    2. επίρρ. правда, в самом деле; действительно;
    3. επιφ. 1) да!;

    αλήθ, δεν σού· πα πώς... — да, я не сказал тебе, что...;

    2) неужели?, в самом деле?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αλήθεια

См. также в других словарях:

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • καινουργής — ές (Α καινουργής, ές) 1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος 2. φρ. «από καινουργής» εξ αρχής, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καινο Fεργής με σίγηση τού F και συναίρεση < καινός + (F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε… …   Dictionary of Greek

  • κλεπτουργής — κλεπτουργής, ές (Α) αυτός που κάνει κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + ουργής (< ἔργον), πρβλ. αληθ ουργής, νε ουργής] …   Dictionary of Greek

  • λεπτουργής — ές (Α λεπτουργής, ές) επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.) αρχ. λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεπτο Fεργής με… …   Dictionary of Greek

  • πρωτινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά εποχή, ο παλαιικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη κάθε φορά εποχή, ο προγενέστερος 3. παροιμ. «τών πρωτινών τα λόγια, θεού λόγια» δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»