-
1 αλέθω
(αόρ. άλεσα и ήλεσα, παθ. αόρ. αλέστηκα и ηλέσθην) μετ., αμετ.1) молоть, перемалывать; 2) переваривать (пищу);αλέθει γερά ο μύλος μου — мой желудок работает хорошо;
§ μπάτε, σκύλοι, αλέστε κι· αλεστικά μη δώστε посл. там царит полная бесхозяйственность (о доме, магазине и т. п.) -
2 αλέθω
[алэто] р. молоть,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλέθω
-
3 αλέθω
[алэто] ρ молоть. -
4 αλέθω
мелиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αλέθω
-
5 αλέθω
öğütmek -
6 αλέθω
broyer -
7 αλέθω
1) drtit2) rozemlít3) rozmělnit -
8 αλέθω
1) grind2) millΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλέθω
-
9 помолоть
αλέθω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помолоть
-
10 broyer
αλέθω -
11 drtit
αλέθω -
12 rozemlít
αλέθω -
13 rozmělnit
αλέθω -
14 промолоть
ρ.σ.μ. αλέθω• τρίβω•промолоть пшеницу αλέθω σιτάρι•
молоть кофе τρίβω καφέ.
|| αλέθω τρίβω (για ένα χρον. διάστημα). -
15 перемолоть
1. (смолоть всё, многое) αλέθω 2. (смолоть заново, ещё раз) επα-ναλέθω, αλέθω (όλα ή ακόμη μια φορά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемолоть
-
16 молоть
-
17 молоть
мелю, мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. молотый, βρ: -лот, -а, -о,επιρ. μτχ. меля;ρ.δ.μ.1. αλέθω, κόβω, τρίβω, κοπανίζω•пшеницу αλέθω σιτάρι•
молоть кофе κόβω καφέ•
табак τρίβω καπνό•
молоть камни σπάζω πέτρες•
мясо κόβω κρέας στην κρεατομηχανή.
2. μτφ. αερολογώ, αεροκοπανίζω.εκφρ.молоть языком – αερολογώ, αεροκοπανίζω•молоть вздор – λέγω ανοησίες ή κουταμάρες.αλέθομαι, τρίβομαι, κόβομαι, κοπανίζομαι. -
18 намолотить
-очу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намолоченный, βρ: -чен, -а, -о; ρ.σ.μ. αλέθω•намолотить мешок пшеницы αλέθω ένα τσουβάλι σιτάρι.
-
19 намолоть
-мелю, -мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. намолотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. αλέθω τρίβω, κόβω•намолоть мешок муки αλέθω ένα σακκί αλεύρι•
намолоть кофе τρίβω καφέ.
2. κουτσομπολεύω φλυαρώ αεροκοπανίζω. -
20 обмолоть
-мелю, мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмолотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.αλέθω•обмолоть рожь αλέθω βρίζα.
См. также в других словарях:
αλέθω — αλέθω, άλεσα βλ. πίν. 37 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
αλέθω — άλεσα, αλέστηκα, αλεσμένος 1. αλευροποιώ: Σε μερικά χωριά αλέθουν ακόμη το στάρι με το χερόμυλο. 2. κάνω κάτι σκόνη: Αγόρασαν ένα μύλο για να αλέθουν τον καφέ. 3. μασώ και χωνεύω καλά: Ο μύλος μου αλέθει καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
επαλετρεύω — ἐπαλετρεύω (Α) αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλετρεύω (< αλετρίς < αλώ «αλέθω»)] … Dictionary of Greek
καταλέω — (Α) κατατρίβω, αλέθω καλά με τον χειρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλέω «αλέθω»] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
συναλήθω — Α αλέθω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλήθω, μτγν. τ. τού ἀλῶ «αλέθω»] … Dictionary of Greek
συναλώ — έω, Μ αλέθω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλῶ «συντρίβω, αλέθω»] … Dictionary of Greek
άλειαρ — ἄλειαρ ( ατος), το (Α) συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< *ἄλε Fαρ < ἀλῶ* «αλέθω»), με μετρική έκταση επίσης και ο τ. τού πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< *ἀλέ Fατα), με… … Dictionary of Greek
άλεστος — η, ο ο μη αλεσμένος, ανάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεστός. ρηματ. επίθ. τού αλέθω η στερητική σημασία του αρκτικού α προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek