Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ακυρολεκτώ

См. также в других словарях:

  • ακυρολεκτώ — ακυρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + λεκτώ < λεκτός < λέγω πιθ. με επίδραση τού ακυριολεκτώ*, που διαφέρει όμως σημασιολογικά] …   Dictionary of Greek

  • ακυρολεκτώ — ησα, πέφτω σε ακυρολεξίες (βλ. λ.), δε μιλώ ή δε γράφω σωστά τη γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυρολέκτητος — ακυρολέκτητος, ον (Μ) αυτός που χρησιμοποιήθηκε λανθασμένα, που δεν ειπώθηκε σωστά, με ακρίβεια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ακυρολεκτώ ο τύπος ακυρολεκτώ* είναι νεώτερος] …   Dictionary of Greek

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • ακυρολεξία — η (Μ ἀκυρολεξία) [*ἀκυρολεκτῶ] η ακυρολογία …   Dictionary of Greek

  • ακυρολογώ — ησα, βλ. ακυρολεκτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»