-
1 ακροτελεύτιος
ος, ον последний, заключительный;ακροτελεύτιοςιον άρθρον τού Συντάγματος — последняя статья конституции
См. также в других словарях:
ακροτελεύτιος — ια, ιο [ακροτελεύτιον] τελευταίος, έσχατος … Dictionary of Greek
1 ακροτελεύτιος
ακροτελεύτιοςιον άρθρον τού Συντάγματος — последняя статья конституции
ακροτελεύτιος — ια, ιο [ακροτελεύτιον] τελευταίος, έσχατος … Dictionary of Greek