-
1 ακροβάτης
[акроватис] ουσ. а. акробат.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακροβάτης
-
2 акробат
-
3 акробат
акробатм ὁ ἀκροβάτης. -
4 эквилибрист
эквилибристм ὁ ἀκροβάτης, ὁ ἰσορ-ροπιστης/ ὁ σχοινοβάτης (канатоходец). -
5 эксцентрик
эксцентрик Iм (в цирке) ὁ κωμικός ἀκροβάτης.эксцентрик IIм тех. τό ἔκκεντρον. -
6 акробат
[ακραμπάτ] ουσ. α. ακροβάτης -
7 эквилибрист
[εκβιλιμπρίστ] ουσ. α. ακροβάτης -
8 акробат
[ακραμπάτ] ουσ α ακροβάτης -
9 эквилибрист
[εκβιλιμπρίστ] ουσ α ακροβάτης -
10 акробат
-а α. –ка, -и θ.ακροβάτης, -ισσα. -
11 связать
свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.1. δένω•связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•
связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•
связать в узел δένω κόμπο.
2. συνδέω, ενώνω•связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.
|| μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•
связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•
меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.
3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.5. συνδυάζω•личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.
|| συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,
6. τΐλέκω•связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.
7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).εκφρ.связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.1. δένομαι•акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.
2. επικοινωνώ, συνδέομαι•связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,
3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.
4. συνδυάζομαι. -
12 скоморох
-а α.παλ. σκομορόχος, πλανόδιος καλλιτέχνης (τραγουδιστής, χορευτής, ακροβάτης κ.τ.τ.). || αστειολόγος, χαριτολόγος, χιούμοριστής. -
13 фигляр
-а α.1. ταχυδακτυλουργός, σαλτιμπάγκος ακροβάτης• τερατουργός.2. μτφ. ακ-κιστής, καμωματάς, ναζιάρης. -
14 эквилибрист
-а α.-ка, -и θ.ακροβάτης, -ισσα, σχοινοβάτης, -ισσα• ισορροπ ιστής. || ικανότατος, δεινός, δαιμόνιος, διαβολεμένος. -
15 эксцентрик
-а α.ακροβάτης, σαλτιμπάγκος. || παλ. ο παράξενος, ο αλλόκοτος.-а α. (τεχ.) έκκεντρος, παράκεντρος, φευγάτος από το κέντρο.
См. также в других словарях:
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
ακροβάτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κάνει επικίνδυνα γυμνάσματα: Πήγαμε και είδαμε ένα σπουδαίο ακροβάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκροβάται — ἀκροβάτης acrobat masc nom/voc pl ἀκροβάτᾱͅ , ἀκροβάτης acrobat masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβατῶν — ἀκροβάτης acrobat masc gen pl ἀκροβατέω walk on tiptoe pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντοπαίκτης — κοντοπαίκτης, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης, χαρτο παίκτης] … Dictionary of Greek
акробат — заимств. через нем. Akrobat или франц. acrobate от греч. ἀκροβάτης канатоходец ; см. Горяев, ЭС 2 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Trypes (album) — Infobox Album Name = Trypes Artist = Trypes Longtype = LP Type = studio Released = 1985 Recorded = Agrotikon studio 27 January 1985 29 January 1985 Genre = Rock Duration = 32:47 Label = Ano Kato Records Chronology = Trypes GR Last album = This… … Wikipedia
акробаты благотворительности — Ср. Григорович. Заглавие книги. Ср. Благотворительность!.. Подписка в пользу бедных... Вполне полезная эксплуатация: На бедных попадет грошей толико медных, А остальное есть администрация. М. Ср. Для братьев сирых и убогих Я вовсе выбился из сил … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Акробаты благотворительности — Акробаты благотворительности. Ср. Григоровичъ. Заглавіе книги. Ср. Благотворительность!... Подписка въ пользу бѣдныхъ... Вполнѣ полезная эксплуатація: На бѣдныхъ попадетъ грошей толико мѣдныхъ, А остальное ѣстъ администрація. М. Ср. Для братьевъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
acróbata — (Del gr. akrobatos, el que anda sobre la punta de los pies.) ► sustantivo masculino ESPECTÁCULOS Artista de espectáculo que ejecuta ejercicios de equilibrio o gimnásticos, a menudo peligrosos: ■ el acróbata saltaba de un trapecio a otro ante la… … Enciclopedia Universal
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek