Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακροβάτης

См. также в других словарях:

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κάνει επικίνδυνα γυμνάσματα: Πήγαμε και είδαμε ένα σπουδαίο ακροβάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκροβάται — ἀκροβάτης acrobat masc nom/voc pl ἀκροβάτᾱͅ , ἀκροβάτης acrobat masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβατῶν — ἀκροβάτης acrobat masc gen pl ἀκροβατέω walk on tiptoe pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντοπαίκτης — κοντοπαίκτης, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης, χαρτο παίκτης] …   Dictionary of Greek

  • акробат — заимств. через нем. Akrobat или франц. acrobate от греч. ἀκροβάτης канатоходец ; см. Горяев, ЭС 2 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Trypes (album) — Infobox Album Name = Trypes Artist = Trypes Longtype = LP Type = studio Released = 1985 Recorded = Agrotikon studio 27 January 1985 29 January 1985 Genre = Rock Duration = 32:47 Label = Ano Kato Records Chronology = Trypes GR Last album = This… …   Wikipedia

  • акробаты благотворительности — Ср. Григорович. Заглавие книги. Ср. Благотворительность!.. Подписка в пользу бедных... Вполне полезная эксплуатация: На бедных попадет грошей толико медных, А остальное есть администрация. М. Ср. Для братьев сирых и убогих Я вовсе выбился из сил …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Акробаты благотворительности — Акробаты благотворительности. Ср. Григоровичъ. Заглавіе книги. Ср. Благотворительность!... Подписка въ пользу бѣдныхъ... Вполнѣ полезная эксплуатація: На бѣдныхъ попадетъ грошей толико мѣдныхъ, А остальное ѣстъ администрація. М. Ср. Для братьевъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • acróbata — (Del gr. akrobatos, el que anda sobre la punta de los pies.) ► sustantivo masculino ESPECTÁCULOS Artista de espectáculo que ejecuta ejercicios de equilibrio o gimnásticos, a menudo peligrosos: ■ el acróbata saltaba de un trapecio a otro ante la… …   Enciclopedia Universal

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»